Στην ολομέλεια της Βουλής στη συζήτηση για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες μίλησε ο Σπ. Λάππας
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Πολιτικά
- Εκτύπωση
Στην Ολομέλεια της Βουλής εισηγήθηκε την Πέμπτη 22 Οκτωβρίου ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Καρδίτσας Σπύρος Λάππας αναφερόμενος στις ραδιοτηλεοπτικές άδειες.
Στην ομιλία του ο βουλευτής του νομού ανέφερε:
Είναι φανερό ότι διανύουμε μια εποχή τεράστιας τεχνολογικής έκρηξης. Τα επιτεύγματα των τελευταίων είκοσι ή τριάντα χρόνων στην τεχνολογία ισοφαρίζουν ίσως τα επιτεύγματα των προηγούμενων αιώνων της Ιστορίας. Οι δυνατότητες που παρέχονται από τη νέα τεχνολογία έχουν αλλάξει ριζικά την εικόνα της ανθρώπινης επικοινωνίας και μεταβάλλουν ουσιαστικά τους όρους των κοινωνικών εξελίξεων και κατ’ επέκταση την πορεία της Ιστορίας του ανθρώπου.
Η κοινωνική και πολιτική δύναμη βρίσκεται σήμερα στην τεχνολογία. Όποιος την κατέχει μπορεί να επηρεάζει τις κοινωνικές εξελίξεις. Οι μάχες σε όλα τα επίπεδα κερδίζονται αποκλειστικά με την τεχνολογική υπεροχή.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιος διαθέτει αυτήν την τεράστια δύναμη να επηρεάζει τη θέληση και τη γνώμη του λαού και εν τέλει να επηρεάζει και να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις; Σε μια δημοκρατική κοινωνία, στην οποία λειτουργούν απρόσκοπτα οι θεσμοί και εφαρμόζονται οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, θα έπρεπε εξ ορισμού τα ΜΜΕ να ανήκουν σε συλλογικότητες με έντονο δημόσιο χαρακτήρα και άμεσα ελεγχόμενες από τον λαό.
Όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού σήμερα τα ΜΜΕ ανήκουν σε επιχειρηματίες που διαπλεκόμενοι ασύστολα με τις τράπεζες και το πολιτικό σύστημα απέκτησαν τεράστια δύναμη και οδήγησαν την πληροφόρηση και την ενημέρωση σε απίστευτη παρακμή και απαξίωση. Έτσι, για άλλη μια φορά, μια εμφανιζόμενη ως φιλελεύθερη κατάκτηση, με καταχρηστική αξιοποίηση της τεχνολογίας κατέληξε να αποβαίνει κίνδυνος για την ίδια την ελευθερία του πολίτη, την οποία υποτίθεται ότι την εκφράζει και υποστηρίζει.
Έτσι, από άποψη αρχής, τα ΜΜΕ θα έπρεπε να επιτελούν σε μια δημοκρατική κοινωνία σημαντικό λειτούργημα, γι’ αυτό άλλωστε αποκτούν κατά την άσκησή τους τεράστια δύναμη. Είναι φορείς της ελεύθερης διάδοσης των ιδεών, της καλλιέργειας της τέχνης και της επιστήμης, των θρησκευτικών πεποιθήσεων, της άμεσης πληροφόρησης και ενημέρωσης των πολιτών, είναι μέσο επικοινωνίας των ατόμων με δημόσιες συζητήσεις και κυρίως μέσο ελέγχου της εξουσίας και του τρόπου άσκησής της.
Όμως τα πράγματα στη χώρα μας εξελίχθηκαν με την εκτροπή του ρόλου, της λειτουργίας και του σκοπού των ΜΜΕ σε νομικές, οικονομικές και επιχειρηματικές οντότητες παραπληροφόρησης, διαπλοκής, υποκουλτούρας και εξαχρείωσης των πάντων. Κυρίως εξετράπησαν σε ατραπούς εκτός νομιμότητας, αφού για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια λειτουργούν ουσιαστικά στα όρια της ανοχής του κράτους, χωρίς μέχρι σήμερα να αποκτήσουν την απαιτούμενη διοικητική άδεια χρήσης των συχνοτήτων, που είναι δημόσια αγαθά και σαν τέτοια δεν νοείται παράνομη χρήση τους. Και ελλείπει το στοιχείο της νομιμότητας, γιατί μέχρι σήμερα κανένα από τα κανάλια τα γνωστά των ΜΜΕ δεν έχει αδειοδότηση. Και εδώ έχουμε ευθεία παραβίαση του άρθρου 15 του Συντάγματος, αφού σε ένα κράτος δικαίου η νομιμότητα λειτουργίας των επιχειρήσεων των ΜΜΕ είναι sine qua non, όρος εκ των ων ουκ άνευ δηλαδή, όρος λειτουργίας της δημοκρατίας.
Με την αδειοδότηση θα διασφαλισθούν η πολυφωνία, η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, όπως ακριβώς ορίζει το άρθρο 15 του Συντάγματος, η ενίσχυση της κοινωνικής αποστολής της τηλεόρασης και η ενίσχυση της πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας, με γνώμονα τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, όπως ακριβώς ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ως υπέρτατη συνταγματική αρχή, και την προστασία του πολίτη.
Κάνοντας μόνο μια απλή ανάγνωση και θεώρηση των αποφάσεων του ΣτΕ, θα λέγαμε ότι η αυθεντική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 15 του Συντάγματος θέτει ως σκοπό την κατ’ αρχήν παροχή αξιόπιστων και έγκυρων πληροφοριών στο κοινωνικό σύνολο, την ενημέρωση των πολιτών σε όλα ανεξαιρέτως τα σημεία της ελληνικής επικράτειας με τρόπο αντικειμενικό και πολυφωνικό, και με βάση τις αρχές της ισοπολιτείας και του σεβασμού, αλλά και διακίνηση όλων των ιδεών και απόψεων που αναπτύσσονται σε μια πλουραλιστική δημοκρατική κοινωνία. Αποσκοπεί στη δημιουργία ενημερωμένων, επαναλαμβάνει το ΣτΕ, συνειδητών και ωρίμων πολιτών, που διαθέτουν πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση, κριτική σκέψη και ελεύθερο δημοκρατικό φρόνημα, που αποτελούν την απαραίτητη προϋπόθεση για την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Ακόμα, λέει το ΣτΕ, το άρθρο 15 του Συντάγματος αποσκοπεί στην ανύψωση του πολιτιστικού επιπέδου των πολιτών, με την εκπομπή προγραμμάτων υψηλής ποιοτικής στάθμης, προγραμματικής ποικιλότητας και τούτο όχι μόνο για την ψυχαγώγησή τους, αλλά και διότι το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο συντελεί κι αυτό στη δημιουργία ώριμων και ελεύθερων δημοκρατικών πολιτών.
Σήμερα, προκύπτει από τα διδάγματα της κοινής πείρας, με βάση την ήδη εικοσιπενταετή λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης, κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και με βάση τα διεθνή δεδομένα, ότι οι ιδιωτικοί αυτοί φορείς προσφέρουν συχνά ένα πολύ χαμηλού επιπέδου ραδιοτηλεοπτικό προϊόν, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο εύκολος εντυπωσιασμός, η πολιτιστική ένδεια και η αύξηση με κάθε δυνατό τρόπο της ακροαματικότητας και μόνο, σε βάρος της ποιότητας και της αντικειμενικότητας, αλλά και της νηφαλιότητας της παρεχόμενης πληροφόρησης.
Με την επικρατούσα, μάλιστα, τάση δημιουργίας όλο και περισσότερο μονοπωλιακών καταστάσεων στον χώρο επιτυγχάνεται η πλήρης χειραγώγηση των πολιτών και η μετατροπή τους σε απλούς καταναλωτές πληροφοριών και μηνυμάτων.
Το νομοσχέδιο που συζητάμε, θέτει σαν προμετωπίδα και σαν κύριο, βασικό στον πυρήνα της φιλοσοφίας του στόχο, τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα. Η κατάσταση αυτή που σας περιέγραψα πριν επιβάλλεται να αλλάξει άμεσα και αυτό επιχειρείται με το παρόν νομοσχέδιο, με τη θέσπιση κανόνων διαφάνειας, που είναι και το ζητούμενο. Διαφάνεια παντού, όπως είπε στην Επιτροπή χθες και προχθές ο Υπουργός Επικρατείας, ο κ. Παππάς. Διαφάνεια παντού, αυτό είναι το πολιτικό μας αφήγημα, αυτή είναι η πολιτική μας δέσμευση. Διαφάνεια στη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, διαφάνεια στον ανταγωνισμό, διαφάνεια στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων.
Η διαφάνεια και στα τρία αυτά επίπεδα βρίσκει έκφραση και υλοποιείται στο παρόν νομοσχέδιο, το οποίο φιλοδοξεί να θέσει στέρεους και αποτελεσματικούς κανόνες και βάσεις στο υφιστάμενο θολό και άρρωστο τηλεοπτικό πεδίο. Και αυτό θα το πραγματοποιήσουμε. Να είναι βέβαιοι οι πολίτες γι’ αυτό και να μην υπάρχει καμμία αμφιβολία σε κανέναν.
Η διαφάνεια στη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος επιβάλλει κατ’ αρχήν οι πάροχοι περιεχομένου να είναι γνωστοί με τα ονοματεπώνυμά τους, να τους γνωρίζει το τηλεοπτικό κοινό, αφού από αυτούς ουσιαστικά θα ενημερώνονται. Άρα, θα πρέπει να ξέρουν όλα τα στοιχεία των παρόχων περιεχομένου, εφόσον αυτοί τους ενημερώνουν. Εάν κρύβονται, εάν δεν είναι σε θέση να εμφανίζουν σε κάθε περίπτωση φορολογική, ασφαλιστική και τραπεζική ενημερότητα, εάν συνάπτουν συμβάσεις με το Δημόσιο, τότε δεν μπορούν και δεν πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ασχολούνται με την ενημέρωση, την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία του πολίτη. Κι αυτά που αναφέρω είναι όλως ενδεικτικά από τις προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για να καταστεί κάποιος πάροχος. Διότι, η ενημέρωση, η επιμόρφωση και η ψυχαγωγία του πολίτη μέσα από την τηλεόραση είναι δημόσιο αγαθό, το οποίο ο νομοθέτης έχει την υποχρέωση να διαφυλάξει σαν υπέρτατο αγαθό δημόσιου συμφέροντος και να εξασφαλίζει όλες τις δυνατές προϋποθέσεις να παρέχεται αλώβητο και διάφανο στους πολίτες.
Δεύτερο επίπεδο διαφάνειας: η διαφάνεια στον ανταγωνισμό. Είναι ένα δεύτερο μεγάλο ζήτημα που επιχειρεί το παρόν νομοσχέδιο να διασφαλίσει και το ζήτημα αυτό έχει και τη νομική και την ηθική του πλευρά. Στο σημείο αυτό ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας: Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πλευρά της πολιτικής θα ανέμενε, βάσιμα λέω εγώ, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια ιδιότυπης νομιμότητας ή καλύτερα μετά από είκοσι πέντε χρόνια ιδιότυπης παρανομίας, κατά την άποψή μας, ότι η αγορά θα είχε αυτορρυθμιστεί, όπως έλεγαν πριν από τριάντα χρόνια, μάλιστα όσο ακόμα βρισκόμασταν στην αναλογική εποχή των ΜΜΕ. Τι έγινε, όμως, όσοι πιστεύετε ότι όλα αυτορρυθμίζονται μόνο από την αγορά; Εκτός και αν θεωρούμε σαν αυτορρύθμιση τις πανθομολογούμενες συνθήκες άγριας Δύσης και Φαρ-Ουέστ, συνθήκες οικονομικής και τηλεοπτικής ζούγκλας, συνθήκες απόλυτης παρακμής και απαξίωσης.
Η μόνη αυτορρύθμιση που έλαβε χώρα ήταν η απίστευτη συσσώρευση χρεών από συνεχή και προκλητική για την ευκολία της δανειοδότηση, που ήταν αποτέλεσμα της διαπλοκής ΜΜΕ, τραπεζών και πολιτικού συστήματος, με άρση κάθε εργασιακού προστατευτικού καθεστώτος.
Θα ήταν πράγματι ενδιαφέρον εδώ να γνωρίζαμε το αποτέλεσμα των τελευταίων ελέγχων από τους επιθεωρητές εργασίας σε γνωστά κανάλια, για να δούμε τι προέκυψε από τους ελέγχους, τη στιγμή που ο οιοσδήποτε, ο τελευταίος ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να πετύχει δάνειο ούτε ενός ευρώ.
Σήμερα, μ’ αυτά τα δεδομένα, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η αγορά θα αυτορρυθμιστεί μόνο και μόνο επειδή απλώς περνάμε από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή; Δεν μπορεί να το ισχυριστεί κανείς πλέον, διότι δεν το πιστεύει πλέον κανένας, ούτε ο τελευταίος πολίτης.
Η νομοθετική παρέμβαση της πολιτείας για την άρση αυτού του αρρωστημένου τηλεοπτικού τοπίου είναι επιβεβλημένη όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και από τις επιταγές και εντολές του ιδίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του ΣτΕ. Είναι πολιτική, κοινωνική και θεσμική επιταγή.
Σκοπός αυτής της νομοθετικής παρέμβασης είναι, πλην των άλλων, οι πάροχοι του δικτύου ψηφιακού σήματος να πρέπει να γνωρίζουν ποιοι είναι οι πελάτες τους, δηλαδή οι πάροχοι περιεχομένου -δηλαδή τα τηλεοπτικά κανάλια με λίγα λόγια- κάτω από ποιες προϋποθέσεις λειτουργούν και αν είναι αξιόπιστα ή όχι, σύμφωνα με τη φορολογική, την ασφαλιστική, την τραπεζική ενημερότητα και όλα τα άλλα στοιχεία που ορίζει και απαιτεί το νομοσχέδιό μας.
Μ’ αυτήν την έννοια, η αδειοδότηση είναι απολύτως απαραίτητη και αυτό μάς αποδεικνύει και η ευρωπαϊκή εμπειρία, ακόμα και στην ψηφιακή εποχή, εμείς θα λέγαμε «ιδιαίτερα στην ψηφιακή εποχή».
Κι ένα τελευταίο επίπεδο διαφάνειας, που επιχειρεί και νομίζω ότι πετυχαίνει το παρόν νομοσχέδιο, είναι το εξής. Απαιτείται η διαφάνεια στις εργασιακές σχέσεις που συνάπτουν τα ΜΜΕ, και υπάρχουν στο κείμενο του νομοσχεδίου αναλυτικές διατάξεις που προστατεύουν τις εργασιακές σχέσεις, όπως θα αναλύσουμε στην κατ’ άρθρον συζήτηση. Είναι προστατευτικές διατάξεις που νομίζουμε ότι ικανοποιούν απολύτως τους εργαζόμενους.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν θυμίζαμε ένα απαράδεκτο φαινόμενο των τελευταίων ημερών. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τα τηλεοπτικά κανάλια κυρίως, επιχειρούν να χρησιμοποιηθούν οι εργαζόμενοι σαν ανθρώπινη «ασπίδα» για τον εκβιασμό της Κυβέρνησης, για να μην προχωρήσει στη ρύθμιση που επιχειρείται με το παρόν νομοσχέδιο.
Την ίδια ώρα, υπάρχουν άνθρωποι και πλευρές του πολιτικού συστήματος που λένε ότι το νομοσχέδιό μας εξυπηρετεί ακριβώς αυτούς που θέτουν τους εργαζόμενους ως «ασπίδα» για τον εκβιασμό της Κυβέρνησης. Ας αποφασίσουν τι συμβαίνει από τα δύο. Εκβιάζεται η Κυβέρνηση απ’ αυτά τα συγκεκριμένα συμφέροντα ή είναι οι φίλοι μας τους οποίους εξυπηρετούμε με το νομοσχέδιο;
Τελευταία γινόμαστε μάρτυρες απολύσεων εργαζομένων και αυτό λαμβάνει χαρακτήρα καθημερινού φαινομένου. Ναι, αυτά τα ΜΜΕ κάνουν τις απολύσεις, αυτά που λειτουργούν επί είκοσι πέντε συναπτά έτη χωρίς τις νόμιμες διοικητικές άδειες και που, όπως έκρινε επανειλημμένα το ΣτΕ, είναι και παράνομα. Ο εκβιασμός αυτός, όμως, δεν θα περάσει και δεν περνάει σήμερα στην Ολομέλεια, σε μια ιστορική –τονίζω- μέρα για το τηλεοπτικό τοπίο, για την πολυφωνία, για τη δημοκρατία.
Η Ολομέλεια συζητά το παρόν νομοσχέδιο το οποίο υπό γενική έννοια στοχεύει:
Πρώτον, να φέρει τη νομιμότητα στο τηλεοπτικό πεδίο.
Δεύτερον, να διασφαλίσει την πολυφωνία.
Τρίτον, να βοηθήσει να λειτουργήσει επιτέλους ο υγιής ανταγωνισμός με υγιείς επιχειρήσεις και κυρίως το θέμα της διαφάνειας και των στοιχείων όπως σας τα ανέλυσα παραπάνω.
Τέταρτον, να απλουστευτεί η διαδικασία αδειοδότησης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δρώμενα και δεδομένα, να διασφαλίσει και να προστατεύσει την απασχόληση.
Ας αφήσουν κάποιοι το επιχείρημα ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι προϊόν εκδικητικότητας δήθεν του ΣΥΡΙΖΑ και της Κυβέρνησής του απέναντι στα ιδιωτικά ΜΜΕ λόγω της εχθρικής τους στάσης στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Τι επιτέλους συμβαίνει από τα δύο; Είναι προϊόν εκδικητικότητας ή είναι προϊόν, όπως είπε πριν ο κ. Βενιζέλος, τού ότι δημιουργούμε νέα «τζάκια» πάνω στα παλιά «τζάκια»;
Μοναδικός στόχος δικός μας και του νομοσχεδίου είναι η τάξη και η επιβολή δημοκρατικών κανόνων στο τηλεοπτικό τοπίο, τάξη που αποτελεί και δημοκρατική επιταγή. Εισάγουμε το παρόν νομοσχέδιο για λόγους διαφάνειας, όπως σας είπα, και θα αποτελέσει το αναγκαίο «οξυγόνο» για τη δημοκρατία, για τον υγιή ανταγωνισμό, για την ισονομία, τον πλουραλισμό και την αντικειμενική πληροφόρηση.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας πω ότι χθες στην Επιτροπή όπου συζητούσαμε, κλήθηκαν οι φορείς. Παρακολουθήσαμε και εγώ και όλοι μας μία συγκλονιστική τοποθέτηση του τεχνικού διευθυντή της ΕΡΤ, του κ. Μιχαλίτση, ο οποίος είπε φοβερά και τρομερά πράγματα για όσα συνέβησαν σχετικά με τον διαγωνισμό του ενός υποψηφίου, της DIGEA, και λοιπά θέματα.
Θα σας πω μόνο ένα πράγμα: Στο ερώτημα που διατυπώθηκε από την Αξιωματική Αντιπολίτευση εάν η ΕΡΤ και η θυγατρική της εταιρεία -η οποία δεν είναι θυγατρική της με τη νομική έννοια, αλλά είναι απλώς συνδεδεμένη με την ΕΡΤ- έχουν τη δυνατότητα να μετατραπούν σε πάροχο δικτύου, απάντησε το εξής: «Σκεφτείτε ότι η ΕΡΤ πληρώνει στη DIGEA 2.200.000 κάθε χρόνο συν το ΦΠΑ». Δηλαδή, σε μία τετραετία θα έχει πληρώσει γύρω στα έξι-επτά εκατομμύρια, όταν το κόστος για την εγκατάσταση όλων των τεχνικών προδιαγραφών και των τεχνικών μηχανημάτων, για να γίνει πάροχος ψηφιακού σήματος, είναι μόνο πέντε με έξι εκατομμύρια».
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, εάν το κόστος το οποίο σήμερα καταβάλλει η ΕΡΤ είναι τέτοιο που θα μπορεί πράγματι να δρομολογήσει και τη μετατροπή της σε πάροχο δικτύου.
Επίσης, ο κ. Μιχαλίτσης μάς είπε και ένα άλλο φοβερό πράγμα, τελικά με ποιον τρόπο μεθοδεύτηκε ο διαγωνισμός αυτός να έχει μόνο έναν υποψήφιο, τη Digea.
Είναι γνωστό από τη δεκαετία του ’70 κι έχει λεχθεί από τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, τον ηγέτη της Αριστεράς τότε, πως όποιος κατέχει τα μέσα ενημέρωσης θα κατέχει την εξουσία. Το επανέλαβε και ο Χάρολντ Λάσγουελ λίγα χρόνια αργότερα, που είπε ότι όποιος ελέγχει την πληροφορία είναι βέβαιο ότι θα ελέγχει τη δημόσια τάξη.
Όμως αν θέλετε να πάμε και στα θέματα πολιτικού επιπέδου, ο Άλεκ Γκίνσμπεργκ, ο μεγάλος Αμερικάνος ποιητής, είπε ότι όποιος ελέγχει τα ΜΜΕ θα ελέγχει πλήρως και τον πολιτισμό. Δηλαδή, όποιος ελέγχει τα ΜΜΕ θα ελέγχει όλα τα επίπεδα πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής.
Μάλιστα ο Κάμπελ θεωρεί ότι το δικαίωμα για τηλεοπτικό προϊόν επιπέδου συνταγματικότητας είναι ανθρώπινο δικαίωμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα πολλές φορές πρέπει να στέκονται ακόμα και πάνω από το θετικό δίκαιο.
Ιστορικές τοποθετήσεις, θα μου πείτε, που όμως ήταν προφητικές, παρά το γεγονός ότι εμείς ως Αριστερά δεν πιστεύουμε στην προφητεία, γιατί στην πολιτική φιλοσοφία και τη σκέψη μας τίποτα δεν αποτελεί προϊόν μαντείας και προφητείας, αλλά απλά πρόβλεψη βάσει συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων που αναλύονται επιστημονικά και διαλεκτικά.
Και ως κατακλείδα αυτής της εισήγησής μου θέτω μια φράση του Ντιντερό, ο οποίος έλεγε ότι οι άνθρωποι σταματάνε να σκέφτονται όταν σταματάνε να διαβάζουν. Και επειδή πλέον το μήνυμα που εκπέμπεται από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα είναι και ένα πολιτιστικό προϊόν και προϊόν γνώσης, είναι και αυτό ένα προϊόν μελέτης, άρα είναι και αυτό ένα προϊόν που αν το αντλήσουμε σωστά και σώα, θα μάθουμε να σκεφτόμαστε.