Ερώτηση Κ. Τσιάρα για τον Φ.Π.Α. στα είδη πρώτης ανάγκης Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Πολιτικά
- Εκτύπωση
Να αποσαφηνίσει τις προθέσεις του για τους συντελεστές ΦΠΑ στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης και ειδών διατροφής καλεί τον υπουργό Οικονομικών, Γκίκα Χαρδούβελη, με ερώτηση του ο Βουλευτής Καρδίτσας με τη Νέα Δημοκρατία Κώστας Τσιάρας.
Αναλυτικά η ερώτηση του βουλευτή της Ν.Δ. έχει ως εξής:
Η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στα πρώτα χρόνια της κρίσης ήταν ένα από τα δημοσιονομικά μέτρα, που υιοθετήθηκαν για την τόνωση των εσοδών του κράτους. Ωστόσο η πραγματικότητα απέδειξε, πως η αύξηση του χαμηλού συντελεστή στα προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του προϋπολογισμού των νοικοκυριών, τα οποία δέχθηκαν μεγάλα εισοδηματικά πλήγματα. Μελέτη του καθηγητή κ. Ράπανου για το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2014 έδειξε, πως η αύξηση του ΦΠΑ έφερε αύξηση του συντελεστή καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών από το 11,4% το 2008 σε 14,8% το 2011. Η Εθνική Συνομοσπονδία Εμπορίου, είχε υπολογίσει το 2010 την μέση επιβάρυνση ενός νοικοκυριού, από τις αυξήσεις του ΦΠΑ, κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, σε 60€ μηνιαίως ή σε 720€ το έτος. Όπως είναι ευρέως παραδεκτό από την οικονομική θεωρεία οι έμμεσοι φόροι, οι οποίοι είναι οριζόντιοι φόροι, στα είδη διατροφής έχουν έντονα αρνητικό αναδιανεμητικό χαρακτήρα, δηλαδή επιβαρύνουν αναλογικά περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία φτάνουν να δαπανούν έως και το μισό του διαθέσιμου εισοδήματος τους σε είδη πρώτης ανάγκης.
Την ιδιά στιγμή στη ζώνη του Ευρώ, 14 χώρες μέλη έχουν συντελεστή ΦΠΑ στα είδη διατροφής κάτω του 10%. Ανάμεσα στα 17 χώρες της Ευρωζώνης η Ελλάδα κατέχει τον τέταρτο υψηλότερο συντελεστή με 13%, κάτω από την Λετονία και την Εσθονία, που εφαρμόζουν ενιαίο συντελεστή 21% και 20% και την Φιλανδία με χαμηλό συντελεστή στο 14%. Αξιοσημείωτο είναι, πως οι άλλες τέσσερις χώρες, Ισπανία – Πορτογαλία – Ιρλανδία - Κύπρος, οι οποίες εντάχθηκαν σε μηχανισμούς στήριξης διατήρησαν όλα αυτά τα χρόνια χαμηλούς συντελεστές από 4 έως 6%. Ακόμα Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες παρουσιάζουν έντονο δημοσιονομικό πρόβλημα, κρατούν τους συντελεστές στο 5,5% και 4% αντίστοιχα.
Αυτήν την ώρα, η χώρα κάνει την τελευταία μεγάλη της προσπάθεια να αλλάξει σελίδα και να ολοκληρώσει επιτυχώς το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας, που συμφωνήθηκε με την Τρόικα. Είναι γνωστό, πως η κυβέρνηση βρίσκεται σε συνεχή διαπραγμάτευση με τους διεθνείς δανειστές μας, προκειμένου να κλείσουν οι εκκρεμότητες και να προχωρήσει η χώρα με μεγαλύτερη αυτονομία στο δρόμο της ανάπτυξης και της επιστροφής στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα. Στα πλαίσια αυτού του διαλόγου, δημοσιεύματα και αναφορές των Μ.Μ.Ε., αναφέρουν, πως ένα από τα σημεία διαπραγμάτευσης είναι και οι συντελεστές ΦΠΑ, με κύρια πρόταση την καθιέρωση ενός ενιαίου συντελεστή 19%. Με βάση όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, αντιλαμβάνεστε, πως η υιοθέτηση μιας τέτοιας επιλογής, ή όποιας άλλης, που θα ενσωματώνει αύξηση του ΦΠΑ σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης και βασικά είδη διατροφής, σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, με τα φτωχότερα εξ αυτών να πλήττονται περισσότερο.
Επειδή, επομένως, τέτοιου είδους επιλογές καθιστούν, επι της ουσίας στην συνείδηση των πολιτών, γράμμα κενό την επιτυχημένη ολοκλήρωση της κυβερνητικής προσπάθειας να σταθεροποιηθεί η χώρα, αφού για μια ακόμα φορά εκείνοι θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των συμφωνηθέντων.
Επειδή η προστασία των αδύναμων κοινωνικά ομάδων, αποτελεί ηθική ευθύνη της Πολιτείας και επιταγή του συντάγματος προς την κυβέρνηση, μέσω της συνταγματικής αρχής του Κράτους Πρόνοιας,
ΕΡΩΤΑΤΑΙ Ο ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ:
1. Εξετάζονται από την κυβέρνηση μεταβολές των συντελεστών ΦΠΑ, με κύρια την καθιέρωση ενιαίου συντελεστή για όλη την επικράτεια και όλα τα αγαθά και υπηρεσίες;
2. Σε μια τέτοια περίπτωση, μελετάται η δυνατότητα να διατηρηθεί ή ακόμα και να μειωθεί στον χαμηλό συντελεστή του 6,5%, ο συντελεστής ΦΠΑ 13% για προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, όπως βασικά είδη διατροφής, τα οποία αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό της καταναλωτικής δαπάνης των φτωχών και μικρομεσαίων νοικοκυριών;»