Ευθ. Κουφογιάννης: "Πειραματικά και πρότυπα σχολεία: γιατί όχι; και πως;" Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
- Εκτύπωση
Εισαγωγή
Η ιστορία των πειραματικών σχολείων χρονολογείται εδώ κι έναν αιώνα, από το 1929, όταν οι παιδαγωγοί Δ. Γληνός και Α. Δελμούζος πρότειναν την ίδρυση των πειραματικών σχολείων ως μέρος της προσπάθειας για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κι έγινε το πρώτο βήμα με την ίδρυση του πειραματικών σχολείων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Στη συνέχεια δημιουργήθηκε πλήθος άλλων που λειτούργησαν μέχρι το 1985 οπότε και τα περισσότερα καταργήθηκαν. Το 2010 -11 έγινε μία καινούρια προσπάθεια δημιουργίας νέων πειραματικών και πρότυπων σχολείων που διήρκεσε μέχρι το 2015 οπότε και τα περισσότερα καταργήθηκαν εκ νέου από την τότε κυβέρνηση. Σήμερα, το 2021 επιχειρείται και πάλι να δημιουργηθούν πειραματικές και πρότυπες σχολικές μονάδες όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και σε μικρότερες επαρχιακές πόλεις. Υπάρχουν διαφορές και ομοιότητες μεταξύ των δύο τύπων σχολείων.
Έτσι λοιπόν άνοιξε ο δημόσιος διάλογος σε όλη την Ελλάδα με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να δημιουργήσει πειραματικά και πρότυπα σχολεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αλλά ουσιαστικός διάλογος δεν προηγήθηκε και πλέον «διεξάγεται» με κραυγές, αφορισμούς και ιδεολογικοπολιτικά επιχειρήματα με αποτέλεσμα να καταλήξει σε μία (ακόμη) διελκυστίνδα κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων, πολιτείας και εκπαιδευτικών, γονέων για διάφορους λόγους. Ας δούμε όμως ποιες είναι οι θέσεις και οι ενστάσεις αυτών που συμμετέχουν στον διάλογο όπως και τον οφειλόμενο αντίλογο (που θα μπορούσε να διατυπωθεί από εκπαιδευτικούς, γονείς, φορείς και πανεπιστημιακά ιδρύματα αλλά προς το παρόν δεν έχουν εκφράσει δημόσια κάποια άποψη).
Λόγος – αντίλογος
1.Αρχικά, οι γονείς και κηδεμόνες των προταθέντων σχολείων αντιδρούν γιατί «χαλάει» ο οικογενειακός προγραμματισμός και δημιουργούνται πλήθος προβλημάτων σε περίπτωση που οι μαθητές αυτών των σχολείων αναγκασθούν να πάνε σε άλλο σχολείο εφόσον δεν επιλεγούν στο πειραματικό ή το πρότυπο σχολείο.
Αντίλογος: οι γονείς και κηδεμόνες των υπόλοιπων μαθητών και των σχολείων απουσιάζουν από τον διάλογο. Μήπως θα έπρεπε να ακουστεί η άποψή τους; Γιατί αρκετοί περιμένουν την έναρξη λειτουργίας τέτοιων σχολείων για να υποβάλλουν αίτηση. Αυτό αποδεικνύεται την τριετία 2011-14 όπου αναπτύχθηκαν, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, πολλά πειραματικά – πρότυπα σχολεία (και πριν καταργηθούν την επόμενη χρονιά) οι αιτήσεις ήταν πολλαπλάσιες του αριθμού των προσφερόμενων θέσεων. Τι ωθεί πολλές οικογένειες να σπεύσουν να κάνουν αίτηση και να διεκδικήσουν τη φοίτηση των παιδιών τους σε αυτά αφού πρόκειται για δημόσια σχολεία; Που έχουν τις ίδιες υποδομές με τα άλλα σχολεία; Που δουλεύουν με τις ίδιες συνθήκες; Πάντως υπάρχει και εναλλακτική λύση: αντί να μετατραπεί ένα υπάρχον σχολείο σε πρότυπο ή πειραματικό να δημιουργηθεί εξαρχής σε άλλο κτιριακό συγκρότημα με τις δικές του υποδομές. Αυτό η πολιτεία πρέπει να το δει ξανά.
- Επίσης, συνδικαλιστές και εκπαιδευτικοί των προταθέντων και μη σχολείων αντιδρούν γιατί:
α) θα χαθούν οργανικές θέσεις, οι εκπαιδευτικοί που θα εργασθούν σ’ αυτά θα αξιολογηθούν, θα λογοδοτούν στην κοινωνία για το έργο τους, θα εργάζονται περισσότερες ώρες με την ίδια αμοιβή.
Αντίλογος: Μα υπάρχουν ήδη πολλοί πρόθυμοι εκπαιδευτικοί να το πράξουν. Το 2014 υπηρετούσαν 1100 εκπαιδευτικοί (ενώ είχαν υποβάλλει αίτηση τριπλάσιος αριθμός) σε 80 πρότυπα – πειραματικά σχολεία με 12000 μαθητές με πενταετή θητεία και χωρίς οργανική θέση. Όσοι εκπαιδευτικοί υποβάλλουν αίτηση γι’ αυτά τα σχολεία χάνουν εκούσια την οργανική τους θέση. Ακούγεται λοιπόν ως οξύμωρο να ανησυχούν όλοι οι άλλοι εκπαιδευτικοί για το καθεστώς εργασίας στα σχολεία αυτά και όχι οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί που εργάζονται και θα εργασθούν με τη θέλησή τους και με πλήρη γνώση των συνθηκών σ’ αυτά. Επίσης, εκτός από την εσωτερική και την εξωτερική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, λειτουργεί και το σύστημα ετεροπαρατήρησης δηλαδή ένας εκπαιδευτικός ίδιας ειδικότητας παρακολουθεί τη διδασκαλία ενός/μιας συναδέλφου, κάνει τις παρατηρήσεις του, τον αξιολογεί και μετά συζητάνε τα αποτελέσματα. Εννοείται βέβαια ότι υιοθετεί οτιδήποτε θετικό.
Ακολουθεί απόσπασμα από δημοσιευμένο κείμενο των εκπαιδευτικών του 10 Δ.Σ. Καλαμάτας που συνηγορούν στο να μετατραπεί το σχολείο τους σε πειραματικό: «Για τους εκπαιδευτικούς θα υπάρξουν ουσιαστικά οφέλη μέσα από: την ενίσχυση του επιστημονικού τους ρόλου, τις ευκαιρίες και τα κίνητρα για επιμόρφωση και αυτοβελτίωση και τη δυνατότητα αξιοποίησης των προσωπικών τους δεξιοτήτων, τη δημιουργία συστημάτων στήριξης του εκπαιδευτικού έργου σε ένα περιβάλλον συνεργατικής δημιουργικότητας τη λειτουργία της εκπαιδευτικής μονάδας με τρόπο που επιτρέπει τη συμμετοχή στις αποφάσεις και τις επιλογές την ευελιξία και την ευκαιρία για πειραματισμό εντός θεσμοθετημένου πλαισίου, τη συνεργασία με το πανεπιστήμιο για την εφαρμογή νέων μεθόδων, καθώς και τη δυνατότητα παραγωγής πρωτότυπου περιεχομένου και εκπαιδευτικού υλικού τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης τη συνέργεια και αλληλοεπίδραση με μεταπτυχιακούς φοιτητές».
β) Οι μαθητές και οι καθηγητές κυρίως των Πειραματικών δε θα αποτελούν αντιπροσωπευτικό ή τυχαίο δείγμα του συνόλου και στο τέλος αυτά τα σχολεία θα αποκτήσουν ελιτίστικο χαρακτήρα.
Αντίλογος: Μα η φοίτηση των μαθητών είναι προαιρετική και έτσι η βιωσιμότητα αυτών των σχολείων εξαρτάται από τις επιθυμίες και τις επιλογές των γονέων και των μαθητών. Όσο για τον ελιτίστικο χαρακτήρα δεν ισχύει γιατί οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα στέλνουν ήδη τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία και από κει στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού για να σπουδάσουν. Επομένως, αυτά τα σχολεία απευθύνονται στα παιδιά της μεσαίας (αν υπάρχει ακόμη) τάξης και των φτωχότερων κοινωνικών τάξεων και των μεταναστών (20% ήταν ο αριθμός των παιδιών των μεταναστών που εγγράφηκαν στα πειραματικά σχολεία την τριετία 2011-14) που θα έχουν την ευκαιρία να βρεθούν σε ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό περιβάλλον.
Για παράδειγμα το 2013-14 λειτούργησαν 400 όμιλοι αριστείας και δημιουργικότητας με μία εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία θεμάτων επιστημονικού, καλλιτεχνικού και κοινωνικού περιεχομένου, δίνοντας την ευκαιρία στους μαθητές να προσανατολιστούν ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους και να αναπτύξουν τις αντίστοιχες δεξιότητες. Επίσης, εφαρμόζονται καινοτόμες διδακτικές πρακτικές, αναπτύσσονται εκατοντάδες διαθεματικές δράσεις, γίνεται συστηματική χρήση των εργαστηριακών υποδομών, γίνεται πρακτική άσκηση φοιτητών, υπάρχει αυξημένο ωράριο διδασκαλίας για τα Αγγλικά και την Πληροφορική με στόχο τα κρατικά πιστοποιητικά.
γ) Κατηγοριοποιούνται τα σχολεία και δημιουργούνται σχολεία πολλών ταχυτήτων και δημιουργούνται ανισότητες με βάση την αρχή της αριστείας.
Αντίλογος: Τα παιδιά έχουν διαφορετικές ικανότητες και ανάγκες. Δεν επιτυγχάνεται το καλύτερο εκπαιδευτικό αποτέλεσμα όταν όλα εξαναγκάζονται να φοιτούν στον ίδιο τύπο σχολείου. Για τον λόγο αυτόν κατά καιρούς έχουν δημιουργηθεί μουσικά, καλλιτεχνικά, διαπολιτισμικά και άλλου είδους σχολεία που προάγουν ιδιαίτερες δεξιότητες των μαθητών.
Αλλά η κατηγορία για την κατηγοριοποίηση των σχολείων αφορά κυρίως τα πρότυπα γυμνάσια και λύκεια όπου υπάρχουν εξετάσεις και επομένως θα εισάγονται οι «καλύτεροι» για να φοιτήσουν σ’ αυτά. Mε βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας, σύμφωνα με τη διάταξη άρθρ. 4 παρ. 1, η ισότητα νοείται ως αναλογική και όχι ως ισοπεδωτική. Γιατί αν η ισότητα νοείται και εφαρμόζεται ομοιόμορφα οδηγεί στη διαιώνιση της ανισότητας. Έτσι ο σκοπός της προαγωγής της αριστείας στα πρότυπα αλλά και στα πειραματικά σχολεία με βάση την αρχή της αναλογικής ισότητας παρέχει στους μεν «καλούς» μαθητές τη δυνατότητα να λάβουν ιδιαίτερη μόρφωση σε σχέση με τους υπολοίπους, στους δε «λιγότερο καλούς» μαθητές υποχρεώνει το κράτος να τους δώσει εκείνα τα μέσα που θα τους επιτρέψει να φτάσουν στο μέγιστο δυνατό σημείο των δυνατοτήτων τους. Γενικότερα, η επιδίωξη και η προαγωγή της αριστείας δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση του καθενός αλλά έχει κοινωνικό χαρακτήρα αφού οι άριστοι θα αναλάβουν θέσεις ευθύνης για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο του συνόλου.
Αλλά κι εδώ υπάρχουν λύσεις για να μην μετατραπούν τα πρότυπα σε «καταφύγιο καλών μαθητών»: να δοθούν κίνητρα και παροχές στα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων που έχουν μαθησιακές δυνατότητες να φοιτήσουν σ’ αυτά. Έτσι τα πρότυπα σχολεία θα είναι και αντιπροσωπευτικά (σ.σ. ο νόμος μπορεί να αλλάξει για να υπάρχει και τέτοια πρόβλεψη).
δ) Χάνεται η έννοια του σχολείου της γειτονιάς: Η επιλογή των μαθητών δε θα γίνεται σύμφωνα με τη διεύθυνση κατοικίας αλλά με κλήρωση. Στα σχολεία αυτά επομένως καταργούνται τα γεωγραφικά όρια της περιοχής τους χάνοντας τη χωροθέτησή τους ως προς το μαθητικό δυναμικό του κάθε σχολείου. Γίνεται υποχρεωτική μετακίνηση των μαθητών στις όμορες σχολικές μονάδες, με τις όποιες συνέπειες στην ψυχολογία των μετακινούμενων μαθητών, στην εκπαιδευτική τους διαδικασία, αλλά και στον οικογενειακό προγραμματισμό.
Αντίλογος: αυτό το επιχείρημα ακούγεται ως «ελιτίστικο» γιατί αφορά μόνο τους μαθητές των πόλεων. Δεν λαμβάνει υπόψη τους μαθητές των χωριών, των απομακρυσμένων νομών και των νησιών που κάνουν πολλά χιλιόμετρα καθημερινά για να πάνε στο κοντινό ή στο ένα και μοναδικό σχολείο της περιοχής τους. Για λόγους ισότητας λοιπόν, που τόσο πολύ προβάλλεται ως επιχείρημα, δεν υφίσταται η έννοια της γειτονιάς. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση αφορά όλους τους μαθητές, όλων των περιοχών.
ε) Για τα σχολεία αυτά θεσμοθετείται η προσέλκυση χορηγών (άρθρο 23), η συμμετοχή του δήμου, του συλλόγου γονέων, συλλόγων αποφοίτων, αλλά και εξωσχολικών «προσωπικοτήτων» μέσω του Συμβουλίου στήριξης του σχολείου (Άρθρο 22). Αυτό αποφασίζει για θέματα που σχετίζονται με την προσφορά του σχολείου στην τοπική κοινωνία, μεριμνά για θέματα που σχετίζονται με την υλικοτεχνική υποδομή και τους οικονομικούς πόρους του σχολείου, καθώς και με την αξιοποίηση και διάθεση των οικονομικών πόρων της σχολικής μονάδας, πέραν όσων διαχειρίζεται η αρμόδια Σχολική Επιτροπή.
Αντίλογος: Αυτή η πρόβλεψη του νομοθέτη θυμίζει περισσότερο φινλανδικό εκπαιδευτικό μοντέλο το οποίο κατά καιρούς αναφέρεται ακόμα και από τους επικριτές του ως πρότυπο για τον τρόπο λειτουργίας και τις υψηλές επιδόσεις των μαθητών σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί να μην δοκιμαστεί και στη χώρα μας κάτι παρόμοιο σε πειραματικό επίπεδο για να δούμε τα αποτελέσματά του;
στ) Αυτά τα σχολεία, θα αξιολογούνται, επίσης, στην απόδοση τους (άρθρο 21, παρ. 3γ). Δηλαδή, θα αξιολογείται το κάθε σχολείο με βάση δείκτες για την μέτρηση της απόδοσης του σχολείου, όπως για παράδειγμα οι βαθμοί και η πρόσβαση στα ΑΕΙ, οι προγραμματιζόμενες δραστηριότητες, οι εκπαιδευτικές δράσεις κλπ. Όμως, η εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι ο έλεγχος και οι βαθμοί των εξετάσεων, αλλά είναι η ολόπλευρη μόρφωση - γνώση για τους μαθητές, η ομαλή κοινωνικοποίησή τους, η διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων με κριτήριο την κοινωνική πρόοδο και ευημερία. Το παιδαγωγικό έργο δεν μπορεί να μετρηθεί με δείκτες και κουτάκια!!! Φυσικά, η έκθεση απόδοσης του σχολείου (εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση) θα αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου, έτσι για να μπορεί ο καθένας να ξέρει αν αυτό το σχολείο είναι “καλό” ή όχι ή αν το διπλανό ΠΠΣ είναι “καλύτερο” κλπ...
Αντίλογος: Αντλώντας στοιχεία από το πανευρωπαϊκό δίκτυο «Ευρυδίκη» διαπιστώνουμε ότι 31 - από τις 35 ευρωπαϊκές χώρες που συνεργάζονται με το δίκτυο - έχουν εισαγάγει τον θεσμό της ετήσιας εσωτερικής αξιολόγησης ή αυτοαξιολόγησης τα στοιχεία της οποίας δημοσιοποιούνται ενώ 27 χώρες εφαρμόζουν και το σύστημα της εξωτερικής αξιολόγησης από επιθεωρητές, συμβούλους, μέντορες, κ.λ.π. Αν εξαιρέσουμε τις σκανδιναβικές χώρες όπου τα σχολεία ανήκουν στην τοπική αυτοδιοίκηση κι έχουν το δικό τους μοντέλο αξιολόγησης, οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν κανένα σύστημα αξιολόγησης (εσωτερική και εξωτερική) είναι η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Είναι αυτονόητο λοιπόν τι πρέπει να γίνει ώστε να πάψει η χώρα μας να αποτελεί τη δυσάρεστη εξαίρεση.
Συμπεράσματα - Προτάσεις
Όπως βλέπουμε υπάρχουν επιχειρήματα εκατέρωθεν που εδράζονται όχι μόνο σε προβληματισμούς και ανησυχίες αλλά και σε παιδαγωγικά κριτήρια. Πρέπει να ληφθούν υπόψη από την πολιτεία κάθε φορά που επιχειρεί να νομοθετήσει. Στον χώρο της παιδείας δεν πρέπει να επικρατεί η λογική του «άσπρου – μαύρου». Όσον αφορά τα πειραματικά και πρότυπα σχολεία, αυτά μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν την «ατμομηχανή» της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Αλλά με ποιους όρους και με ποιες προϋποθέσεις;
Βασική προϋπόθεση είναι η αποδοχή της χρησιμότητας τέτοιων σχολείων όπως συμβαίνει και διεθνώς. Από κει και πέρα μπορούν να υπάρξουν οι κατάλληλες προσαρμογές στον νόμο για να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας τους και να λειτουργούν προς όφελος των πολλών. Αυτά τα σχολεία δεν είναι ούτε η «καταστροφή» της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα αλλά ούτε κάτι θέσφατο και «πανάκεια» για τη λύση όλων των προβλημάτων της. Από τη μία, η διαρκής άρνηση της εκπαιδευτικής κοινότητας και των εκπροσώπων της για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση που θα θίγει τα κακώς κείμενά της δεν βοηθάει και υποβαθμίζει τον ρόλο των εκπαιδευτικών που θα έπρεπε να είναι στην πρωτοπορία των εξελίξεων.
Από την άλλη, η ίδρυση και η λειτουργία τους χρειάζεται να συνοδευθεί από γενναίες μεταρρυθμίσεις σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Αν η πολιτεία αρκεστεί, όπως έκανε διαχρονικά, σε αποσπασματικές αλλαγές, όπως την ίδρυση πειραματικών και πρότυπων σχολείων, τότε μία ακόμη προσπάθεια αναβάθμισης της εκπαίδευσης θα μπει στο «χρονοντούλαπο» των χαμένων ευκαιριών για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση. Επίσης, χρειάζεται και η ενεργή συμμετοχή των εκπαιδευτικών για να πετύχει η προσπάθεια. Οι σύλλογοι διδασκόντων παρότι δεν πρότειναν το σχολείο τους να γίνει πειραματικό ή πρότυπο για διάφορους λόγους, μπορούν να πεισθούν και να συνδράμουν. Πάρα πολλοί εκπαιδευτικοί μέσα στην πανδημία, έδειξαν τις ικανότητές τους και ότι μπορούν να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες διδάσκοντας εξ αποστάσεως και όχι μόνο. Αλλά για να πεισθούν χρειάζεται να δουν ένα ρεαλιστικό σχέδιο και ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία. Το δικαίωμα στην δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτεία να αποφασίζει για τις όποιες αλλαγές στην εκπαίδευση είναι αναμφισβήτητο. Όμως για να πετύχουν οι όποιες αλλαγές χρειάζεται «εξαντλητική» ενημέρωση, διάλογος και κουλτούρα συνεργασίας της πολιτείας με όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Υπάρχει το προηγούμενο της «μεταρρύθμισης Διαμαντοπούλου» όπου ο νόμος παρότι πέρασε με μεγάλη πλειοψηφία από την ελληνική Βουλή το 2011 (όπου προβλεπόταν και η ίδρυση πρότυπων – πειραματικών σχολείων) και έτυχε της ευρύτερης αποδοχής από την κοινή γνώμη, στην πράξη «ξηλώθηκε» και δεν εφαρμόστηκε σε καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης. Χρειάζεται να γίνει αντιληπτό από τους πολιτικούς εκπροσώπους ότι άλλο πράγμα είναι μία ορθή (εκπαιδευτική) ιδέα μεταρρύθμισης και άλλο πράγμα η ορθή πολιτική διαχείρισή της για να μην αποτύχει παρόλο που θα γίνει νόμος του κράτους. Η σύνταξη ενός μακρόπνοου σχεδίου για την εκπαίδευση και η ελάχιστη βάση συναίνεσης εξασφαλίζει ότι θα υπάρξει συνέχεια όποιος κι αν κυβερνά κάθε φορά.
Αλλά και η μη επιλογή δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει η προσπάθεια γιατί η δημιουργία και λειτουργία πειραματικών και πρότυπων σχολείων είναι μια δυναμική διαδικασία που έχει μέλλον.
Τα περιθώρια για το παρόν και το μέλλον της εκπαίδευσης στη χώρα μας που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης έχουν στενέψει. Πολλές ριζικές αλλαγές έπρεπε να είχαν γίνει χθες. Γι’ αυτό πρέπει να προχωρήσουμε προς όφελος των νέων και του μέλλοντος της χώρας. Αν αποτύχουμε (και πάλι) θα είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι: και κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι, και εκπαιδευτικοί και γονείς, και κραυγάζοντες και σιωπώντες.
Ευθύμιος Αθ. Κουφογιάννης
Φιλόλογος