Θωμάς Καλαμπαλίκης: «Αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας» Μύθοι και πραγματικότητες Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Εκπαιδευτικά Νέα
- Εκτύπωση
Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την κατάσταση, που έχει διαμορφωθεί στην εκπαίδευση, με αφορμή το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την αξιολόγηση.
Ένα νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα και επιδιώκεται να εφαρμοστεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, στα σχολεία Α/βαθμιας και Β/βαθμιας εκπαίδευσης.
Καταρχάς να πούμε ότι αναφερόμαστε στο ΦΕΚ 140/2021 με τίτλο «Συλλογικός προγραμματισμός, εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων ως προς το εκπαιδευτικό έργο».
Ο τίτλος αυτός είναι παραπλανητικός ως προς το περιεχόμενο του νόμου. Αναφέρεται σε «εσωτερική αξιολόγηση» ή «αυτοαξιολόγηση» και αφήνει να εννοηθεί ότι οι σχολικές μονάδες, θα αναπτύξουν έναν μηχανισμό με τον οποίο θα αποτυπώνουν με όσον το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάστασή τους, θα θέτουν στόχους σχετικούς με το εκπαιδευτικό τους έργο, θα προγραμματίζουν την δράση τους, θα αξιολογούν τα αποτελέσματα και τις διαδικασίες που ακολουθούν και στο τέλος με ανατροφοδότηση θα επιχειρούν να βελτιώνουν συνεχώς την λειτουργεία τους και το εκπαιδευτικό τους έργο. Μια διαδικασία απολύτως θεμιτή και βέβαια παραγωγική.
Από τα πρώτα όμως άρθρα του νομοθετήματος, κάθε άλλο, παρά «εσωτερική» ή «αυτοαξιολόγηση» της σχολικής μονάδας αναδεικνύεται και προωθείται. Οι επιμέρους στόχοι που αναφέρονται αρχικά στον νόμο (α, β, γ, δ), και πρέπει να επιδιώξει την επίτευξή τους, η σχολική μονάδα, δεν αφορούν στη σχολική μονάδα αλλά, αφορούν στο ίδιο το Υπουργείο. Για παράδειγμα αναφέρεται σαν επιμέρους πρώτος στόχος (α) ο εξής : « η κινητοποίηση όλων των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας για την ανάπτυξη δράσεων που επιδιώκουν την ισόρροπη και ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών/-τριών». Μα είναι προφανές, ότι αυτός δεν είναι στόχος που αφορά στη σχολική μονάδας για να κάνει μια εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης, αλλά είναι γενικός στόχος που τίθεται και πρέπει να επιτευχθεί ,από μια γενικότερη και καθολικότερη δομή, δηλαδή το Υπουργείο ! Το ίδιο συμβαίνει και με τους άλλους επιμέρους στόχους που τίθενται, με αποτέλεσμα να φαίνεται ξεκάθαρα ότι το Υπουργείο μεταθέτει στη σχολική μονάδα, διαδικασίες που πρέπει να διεκπεραιώσει το ίδιο. Για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για «αυτοαξιολόγηση», αλλά για μια «άνωθεν» επιβαλλόμενη διαδικασία και σαν τέτοια, δεν εξυπηρετεί στόχους της σχολικής μονάδας, αλλά τους στόχους που θέτει αυτός που την επιβάλλει. Και δεν θα ήταν αυτό τόσο μεμπτό αν δεν συνέβαινε ταυτόχρονα και μια σειρά άλλων αστοχιών και στρεβλώσεων, που καθιστούν τελικά το νομοθέτημα προβληματικό.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες είναι το βασικό υποκείμενο του εκπαιδευτικού έργου. Αν όμως κανείς, μελετήσει προσεκτικά τον νόμο, θα αντιληφθεί ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες αντιμετωπίζονται από τον νόμο αυτόν, σαν «υποκείμενα της μάθησης» , δηλαδή σαν αυτούς ή αυτές που έρχονται στο σχολείο «για να μάθουν». Η άποψη αυτή κάθε άλλο παρά σύμφωνη είναι, με τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις. Σήμερα όλες οι παιδαγωγικές πρακτικές, εστιάζουν στους μαθητές και τις μαθήτριες, ως νεανικές προσωπικότητες που αλληλοεπιδρούν στο σχολικό περιβάλλον και αναπτύσσονται μέσα από το ολιστικό τρίπτυχο «γνώσεις-δεξιότητες-στάσεις». Δυστυχώς, δίνεται η εντύπωση ότι, οι καθοδηγητικές απόψεις και θεωρίες για τη σύνταξη του νόμου είναι παρωχημένες και προηγούμενων δεκαετιών.
Αλλά και οι εκπαιδευτικοί αποτελούν θύματα, του νόμου για την υποτιθέμενη «αυτοαξιολόγηση»! Δεν αντιμετωπίζονται ως λειτουργοί, που έχουν ένα ιδιαίτερο εκπαιδευτικό έργο να επιτελέσουν. Η ηγεσία του Υπουργείου ουσιαστικά ζητά από αυτούς να γίνουν άβουλοι διακομιστές των επιλογών της. Αποκλείστηκαν από την δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους στην διαδικασία της προετοιμασίας του νόμου. Θεωρήθηκαν ως «συντεχνία» και στις αλλεπάλληλες προσπάθειες να εισακουστούν, εισέπραξαν μια ηχηρή απόρριψη και ταυτόχρονη υπόγεια υπονόμευση και επικοινωνιακή απαξίωση. Είναι φανερό ότι, ηθελημένα αγνοεί το Υπουργείο, ότι το εκπαιδευτικό έργο υλοποιείται σε συντριπτικό βαθμό από τους εκπαιδευτικούς! Μάλλον αγνοεί ότι επιτυχημένη εκπαιδευτική πολιτική είναι εκείνη, που εμπνέει τους λειτουργούς της εκπαίδευσης και δεν τους τοποθετεί απέναντι. Επιτυχημένη επίσης ηγεσία στο Υπουργείου Παιδείας είναι εκείνη που θεωρεί τους δασκάλους και τους καθηγητές, συνοδοιπόρους σε ένα κοινό όραμα και όχι ανταγωνιστές στο πολιτικό στίβο.
Την ώρα που συντελείται μια ραγδαία τεχνολογική επανάσταση και η ανάγκη να προγραμματίσουμε το μέλλον με καλύτερους όρους είναι επιτακτική, βρισκόμαστε πάλι σε σημείο που αναμασώνται, για άλλη μια φορά, ιδέες συντηρητικές και παλαιάς κοπής,. Το νέο νομοσχέδιο έρχεται να επιβάλλει έναν τρόπο λειτουργίας στις σχολικές μονάδες , οποίος δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες της σύγχρονης εκπαίδευσης. Παρουσιάζει τους νέους, επιβαλλόμενους και δικούς του κανόνες, ως “αυτοαξιολόγηση”, κρύβοντας την αληθινή τους φύση από τους εκπαιδευτικούς , τους μαθητές, τους γονείς και γενικά από την κοινή γνώμη. Χειρίζεται τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές ως “υποκείμενα” που ακολουθούν νόρμες και διαδικασίες καθορισμένους αποκλειστικά από το υπουργείο.
Το όραμα της εκπαιδευτικής κοινότητας όμως είναι άλλο. Είναι ξεκάθαρο και βασίζεται στον ρόλο του καθηγητή ως συνοδοιπόρο του υπουργείου στην διαμόρφωση και την πραγματοποίηση του εκπαιδευτικού έργου και στον ρόλο του μαθητή ως νέο άτομο που αναπτύσσεται με βάση το τρίπτυχο “γνώσεις - δεξιότητες - στάσεις ζωής”.
Αν ο εκπαιδευτικός κόσμος αδρανήσει και εμπλακεί μονομερώς και αποκλειστικά με την τεχνική διαδικασία υλοποίησης της «αυτοαξιολόγησης», τότε θα έχει χάσει την γενική εικόνα του νομοθετήματος. Θα έχει εμπλακεί σε μια διαδικασία που δεν θα παράξει τίποτα το καινούριο. Χιλιοειπωμένα και κοινότυπα επιχειρήματα, που δεκαετίες τώρα αιωρούνται χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτύπωμα στην εκπαίδευση. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό και κινδυνεύει να χαθεί, για άλλη μια φορά, είναι η ευκαιρία για πραγματική ενδοσκόπηση, που θα δώσει σκέψεις και πράξεις προς μια πιο θετική κατεύθυνση.
Θωμάς Καλαμπαλίκης