Τα γουμαρόξυλα τηs Καρδίτσαs Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Παρουσιάσεις
- Εκτύπωση
Τα χρόνια που ακολούθησαν την τραγική δεκαετία του 40 το μόνο πράγμα που υπήρχε εν αφθονία γύρω τους και ήταν απαραίτητο για την πόλη της Καρδίτσας η οποία με τον Εμφύλιο διπλασιάστηκε σε πληθυσμό, ήταν τα ξύλα. Ξύλα για τη θέρμανση, την κουζίνα, τους φούρνους, τα καμίνια, τα χωράφια και φυσικά τις οικοδομές.
Ετσι ανέλαβαν ατύπως να προμηθεύουν την πόλη και να εξοικονομούν τα χρήματα που τόσο πολύ είχαν ανάγκη. Σχεδόν όλοι οι άντρες των χωριών, ακόμα και μερικές γυναίκες, πήγαιναν στο δάσος, έκοβαν ένα φόρτωμα ξύλα ανάλογα με το φορτιάρικο ζωντανό που είχαν -άλλος μουλάρι κι άλλος γαϊδούρι- και το πήγαιναν στην Καρδίτσα να το πουλήσουν.
Ανεξάρτητα από το είδος του ζώου που τα μετέφερε, τα ξύλα αυτά καλούνταν γουμαρόξυλα και έτσι έμειναν στην ιστορία του Αμαράντου, της Απιδιάς και της Ραχούλας καθώς και ορισμένων άλλων χωριών από τα ορεινά μέρη της περιοχής του Μέγδοβα.
Τα ξύλα τα έκοβαν με τσεκούρια την ημέρα και πάντα με τον φόβο του δασοφύλακα, ο οποίος ήξερε το καθήκον του, αλλά σίγουρα είχε πάρει εντολές να κάνει στραβά μάτια γιατί ο κόσμος είχε ανάγκη. Κάποιες παρατηρήσεις που κατά καιρούς γίνονταν, ακόμα και μηνύσεις ήταν για την τιμή του δασοφύλακα, αλλά δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις που είχαν να κάνουν με τα πολιτικά φρονήματα των ξυλοκόπων - εμπόρων.
Το ίδιο βράδυ μετά τα μεσάνυχτα τα φόρτωναν στα ζώα και με αναμμένα δαυλιά για να βλέπουν κατηφόριζαν το δρόμο που περνούσε υποχρεωτικά από το γεφύρι του Γλαβά και φρόντιζαν να ξημερώσουν κοντά στην Καρδίτσα ώστε να είναι στην πλατεία Κουμουνδούρου νωρίς-νωρίς να ξεπουλήσουν και να γυρίσουν πίσω με φορτωμένα πολλές φορές τα ζωντανά παραγγελίες των συγχωριανών. Η ημέρα που ήταν η πιο κατάλληλη για πώληση ξύλων ήταν η Τετάρτη που γινόταν το μεγάλο παζάρι και πλημμύριζε η Καρδίτσα κόσμο.
Η πώληση των γουμαρόξυλων δεν ήταν εύκολη, καθώς ο υποψήφιος αγοραστής άρχιζε τα παζάρια και συχνά κατέβαζε την τιμή του φορτίου. Το πλεονέκτημα του αγοραστή ήταν ότι ο χωριάτης δεν θα γύριζε τα ξύλα πίσω στο χωριό. Αυτός σαν έβλεπε πως δεν θα πουλούσε το φόρτωμα ακούμπαγε τα ξύλα στην αυλή τίποτα γνωστών και την επομένη φορά που κατέβαινε στην πόλη τα έβγαζε πάλι στην αγορά. Σε γενικές γραμμές τα ξύλα έφευγαν και αυτοί γύριζαν με ψώνια στο χωριό και με χρήματα, γεγονός που τους οδηγούσε ξανά στο δάσος και στη συνέχεια πάλι στην Καρδίτσα.
Τα ξύλα ήταν πάντα χλωρά (βελανιδιές) και η τιμή του φορτίου ήταν περίπου πενήντα δραχμές, ενώ για τα ξερά, καστανίσια και κέδρινα που πωλούσαν στους φούρνους και τα καμίνια σαφώς ήταν περισσότερα. Μια άλλη κατηγορία ξύλων ήταν τα ελατίσια για τις οικοδομές, αλλά αυτή ήταν δουλειά που έκαναν οι πιο επιτήδειοι και φυσικά οι πλέον τολμηροί, γιατί αυτού του είδους η υλοτόμηση ήταν παράνομη και οι δασικοί παραφύλαγαν στους δρόμους και συχνά έπιαναν τους μεταφορείς. Κι εδώ πάλι οι «επιπλήξεις» και οι «τιμωρίες» ήταν επιλεκτικές και κάποιες φορές είχαν βαριές συνέπειες για τον παράνομο υλοτόμο και διακινητή. Το συνηθισμένο πρόστιμο όταν έφτανε κάποιος στα δικαστήρια ήταν 100 δραχμές που ισοδυναμούσε με τρία φορτώματα ξύλα.
Για να θυμηθούμε εκείνη την εποχή, μια ημέρα του Δεκέμβρη που μας πέρασε, ακολουθήσαμε τη Γρηγορία Γρηγοράκου, που μένει με τον άντρα της Οδυσσέα στον οικισμό Κουμάσια του Αμαράντου όπου και διατηρούν ένα μεγάλο κοπάδι πρόβατα, στη μεταφορά λίγων ξύλων από το δάσος. Ο προορισμός τους δεν ήταν βέβαια η Καρδίτσα, αλλά το παλιό σπίτι τους όπου δεν έχει φτάσει ακόμα το ηλεκτρικό ρεύμα και όλες οι ανάγκες καλύπτονται από την αληθινή φωτιά.
Το ηλικιωμένο μουλάρι τους, η λευκή Κούλα, μαθημένη από τη δουλειά, αλαφιάστηκε από την παρουσία μας αλλά γρήγορα μας συνήθισε και μάλλον της άρεσε που βρέθηκε στο στόχαστρο του φακού. Σαν να ένιωθε πως εκείνη τη στιγμή εκπροσωπούσε όλες τις γενιές των υποζυγίων που κουβάλησαν αμέτρητα δρομολόγια με γουμαρόξυλα στην Καρδίτσα και έζησαν τις οικογένειες των αφεντικών τους, προίκισαν κορίτσια και σπούδασαν παιδιά.
Για την εποποιία των γουμαρόξυλων του Αμαράντου, πολύτιμη στάθηκε η συζήτηση με τον 85χρονο μπαρμπα-Λάμπρο Τσαντήλα, εξαίρετο αμπελουργό και δενδροκόμο, μόνιμο κάτοικο του χωριού. Αυτός μας είπε πως τα γουμαρόξυλα ήταν μια δουλειά που έκαναν οι άνθρωποι από το 1950 και μετά και κράτησε μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 60 όταν άρχισαν οι μεταφορές με τα αυτοκίνητα και οργανώθηκαν βεβαίως τα δασαρχεία.
Ο ίδιος ο μπαρμπα-Λάμπρος, πήγε μια φορά γουμαρόξυλα στην Καρδίτσα, αλλά δεν κατάφερε να τα πουλήσει και τα παράτησε. Αλλοι χωριανοί του όμως διέπρεψαν σε αυτό το εμπόριο και πολλοί πήγαιναν σε κάθε δρομολόγιο δυο και τρία φορτώματα ανάλογα με τα ζωντανά που είχε ο καθένας. Μουλάρια έπαιρναν κυρίως από το ονομαστό παζάρι των Τρικάλων που γινόταν στις 13 Σεπτεμβρίου ή από πλανόδιους ζωέμπορους, τους ονομαζόμενους τσαμπάσηδες.
Με τα ίδια ζωντανά οι χωριάτες όργωναν δικά τους και ξένα χωράφια, αλώνιζαν, έκαναν μεταφορές και βεβαίως ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος είχε το καλύτερο ζωντανό. Από τους πιο μερακλήδες στα μουλάρια ήταν ο Τάσος Τσαντήλας, ο οποίος διατηρεί μέχρι σήμερα ένα ζευγάρι στον στάβλο του και ο Ηλίας Καφαντάρης, που φημιζόταν για την περιποίηση που τους έκανε.
«Εκείνη την εποχή στον Αμάραντο μετρούσαμε 200 αλογομούλαρα», λέει με νοσταλγία, ο μπάρμπα Λάμπρος «και τα είχαμε όπως έχουμε σήμερα τα αυτοκίνητα».
Παλιότερα οι κοντοχωριανοί της Καρδίτσας πήγαιναν μόνο λαθραία οικοδομική ξυλεία στην Καρδίτσα και στο παζάρι των Σοφάδων, που πελεκούσαν με το τσεκούρι και τα άλλαζαν με ένα φόρτωμα στάρι για κάθε φόρτωμα ξυλείας. Ανάλογα με το πάχος των ξύλων τα έλεγαν βελέσια, πεντάρια, πάτερα, μαδέρια και καθένα είχε τον ρόλο του στην κατασκευή και τη στήριξη της στέγης. Στο παζάρι των Σοφάδων πήγαιναν κάθε Σάββατο, τα έστηναν σε ένα σημείο και περνούσαν οι ενδιαφερόμενοι και τα διάλεγαν, ενώ άλλες φορές μπορούσαν να παραγγείλουν ό,τι ξυλεία ήθελαν.
Αυτό το εμπόριο σταμάτησε περί το 1946 που ολόκληρη η περιοχή ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τις συγκρούσεις του Εμφυλίου πολέμου.
πηγή: Ηλίας Προβόπουλος