Το κορίτσι που έπεσε από τον ουρανό ! Σώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Επικαιρότητα
- Εκτύπωση
«Θυμάμαι να πέφτω. Πέφτω και η ζώνη σφίγγει την κοιλιά μου τόσο δυνατά που με πονάει και δεν μπορώ να αναπνεύσω. Εκείνη τη στιγμή, καταλαβαίνω απολύτως αυτό που συμβαίνει. Καθώς κινούμαι προς τα κάτω, στα αυτιά μου ακούγεται το βουητό του αέρα. Πριν προλάβω να αισθανθώ φόβο, χάνω και πάλι τις αισθήσεις μου. Ονειρεύομαι…».
Στις 24 Δεκεμβρίου του 1971, η Γερμανίδα Γιουλιάνε Κέπκε και η μητέρα της επιβιβάζονταν σε ένα κατάμεστο αεροσκάφος των περουβιανών αερογραμμών που εκτελούσε την πτήση Λίμα - Πουκάλπα, στο Ανατολικό Περού. Ηταν τότε 17 χρονών και δεν έβλεπε την ώρα να περάσει τα Χριστούγεννα με τον πατέρα της που εργαζόταν στην πόλη. Πριν, όμως, συμπληρωθεί μία ώρα από την απογείωση, το αεροσκάφος έπεσε σε ισχυρή καταιγίδα και διαλύθηκε σε ύψος 10.000 ποδιών (3,2 χλμ.). Η Γιουλιάνε έφτασε στο έδαφος δεμένη στο κάθισμά της - είναι η μοναδική επιζήσασα από τους 93 επιβάτες! Ο εφιάλτης, ωστόσο, δεν είχε τελειώσει.
Η Γιουλιάνε Κέπκε επέστρεψε σε εκείνη τη ζούγκλα το 2000 για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ του Βέρνερ Χέρτσογκ «Τα φτερά της ελπίδας». Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν άλλα δώδεκα χρόνια από τότε για να καταφέρει να διηγηθεί την περιπέτειά της. Στο βιβλίο της «Οταν έπεσα από τον ουρανό», που κυκλοφόρησε στη Βρετανία στις 22 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Nicholas Brealey, αφηγείται τα πάντα: τη στιγμή της πτώσης, τις πρώτες ώρες της αγωνίας, τον φόβο, τις πολύτιμες γνώσεις που της είχαν δώσει οι ζωολόγοι γονείς της για τα μυστικά της ζούγκλας. Η ιστορία της είναι μια ιστορία επιβίωσης. «Υπήρξαν πολλές θεωρίες για το τι συνέβη ακριβώς. Το πιο πιθανό είναι ότι το αεροσκάφος έσπασε σε πολλά κομμάτια όταν χτυπήθηκε από κεραυνό… Πώς ακριβώς συνέβη αυτό και τι συνέβη στη μητέρα μου δεν θα το μάθω ποτέ», γράφει.
Η διήγησή της ξεκινάει από το αεροδρόμιο της Λίμα, όπου επικρατούσε χάος, γιατί την προηγουμένη είχαν ακυρωθεί αρκετές πτήσεις. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν και ο Χέρτζογκ που προσπαθούσε να βρει θέσεις για εκείνον και τους υπόλοιπους συντελεστές της ταινίας του «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού».
Το πρώτο τουλάχιστον ημίωρο της πτήσης όλα κυλούσαν φυσιολογικά. «Η μητέρα μου κι εγώ καθήσαμε στην τελευταία σειρά. Κάθησα δίπλα στο παράθυρο, όπως πάντα. Από εδώ έβλέπα το αριστερό φτερό…». Στη μητέρα της πάλι δεν άρεσαν καθόλου τα αεροπλάνα. «Είναι αφύσικο να πετάει ένα μεταλλικό πουλί», της έλεγε - ως ορνιθολόγος το έβλεπε από διαφορετική σκοπιά. Στα μάτια της Γιουλιάνε και των υπολοίπων επιβατών, το αεροπλάνο φάνταζε καινούργιο. Κάθε άλλο όμως. Το ελικοφόρο L-188A Electra της Lockheed ήταν προορισμένο να πετάει σε απομονωμένες περιοχές, και στις ΗΠΑ το είχαν αποσύρει από καιρό. Κάτι το οποίο η Γιουλιάνε έμαθε κατόπιν εορτής.
Το πρωινό είχε σερβιριστεί και οι αεροσυνοδοί μάζευαν ό,τι είχε απομείνει στα τραπεζάκια, όταν, από το πουθενά, το αεροσκάφος έπεσε σε καταιγίδα. «Αυτή τη φορά ήταν εντελώς διαφορετικά απ' οτιδήποτε άλλο έχω ζήσει στη ζωή μου. Ο πιλότος όχι μόνο δεν απέφευγε τις αστραπές, αλλά πήγαινε κατευθείαν στο καζάνι της κόλασης. Η μέρα έγινε νύχτα… Την ίδια στιγμή, μια αόρατη δύναμη ταρακουνούσε το αεροπλάνο μας σαν να ήταν παιχνίδι. Ανθρωποι έκλαιγαν ενώ αντικείμενα έπεφταν από τα ανοιχτά ντουλάπια: τσάντες, λουλούδια, δέματα, παιχνίδια, τυλιγμένα δώρα, μπουφάν, όλα πάνω στα κεφάλια μας». Η μητέρα της προσπαθούσε να την καθησυχάσει. Η Γιουλιάνε όμως ήταν παραδόξως ψύχραιμη, μέχρι που ένα δυνατό φως, από το δεξί φτερό, την τύφλωσε. Από εκείνη τη στιγμή έπαψε να σκέφτεται: «Είναι φως ή έκρηξη… Διήρκεσε λεπτά ή κλάσματα του δευτερολέπτου;». Μπορούσε μόνο να ακούσει τη μητέρα της να της ψελλίζει: «Τώρα όλα τελείωσαν». Στην πραγματικότητα, η πτώση κράτησε περίπου δέκα λεπτά. Τις πρώτες εβδομάδες η Γιουλιάνε δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Τα ξαναζούσε όμως όλα στους εφιάλτες της.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ανοίγοντας τα μάτια της ήταν το χρυσό φως που σκόρπιζε μέσα από τις κορυφές των γιγαντιαίων δέντρων της ζούγκλας. Ηταν μια εικόνα που δεν θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή της, λέει. Δεν αισθανόταν φόβο, αλλά εγκατάλειψη: ήξερε ότι ήταν πλέον μόνη της, η μητέρα της δεν καθόταν πλέον δίπλα της.
Προσπάθησε πολλές φορές να σηκωθεί, χωρίς επιτυχία στην αρχή. Ζαλιζόταν, το αριστερό μάτι της ήταν τόσο πρησμένο που δεν μπορούσε να το ανοίξει καθόλου και τα γυαλιά της είχαν εξαφανιστεί.
Οταν με τα πολλά κατάφερε να στηριχθεί στα πόδια της, άρχισε να ανακαλύπτει ένα ένα τα τραύματά της: το αριστερό τμήμα του αυχένα της είχε γίνει σμπαράλια και είχε επίσης μια πολύ βαθιά πληγή στην αριστερή της γάμπα, «σαν φαράγγι». Ξεδιψούσε με τις σταγόνες που κυλούσαν από τα δέντρα και ξεγελούσε την πείνα της με ζαχαρωτά - από τα πολύ λίγα πράγματα που βρήκε αρχικά στον τόπο της συντριβής. Οσο κι αν φώναζε απελπισμένα, η μόνη ανταπόκριση ήταν το κόασμα των βατράχων. Ή αυτό τουλάχιστον μπορούσε να ακούσει μέσα στην παραζάλη της.
Οταν άρχισε να συνέρχεται, μπόρεσε να ακούσει και το κελάρυσμα του ποταμού που έμελλε να γίνει η σωτηρία της. «Εάν χαθείς στη ζούγκλα και βρεις τρεχούμενο νερό, ακολούθησε το ρεύμα. Θα σε οδηγήσει σε άλλους ανθρώπους», την είχε συμβουλεύσει ο πατέρας της. Ετσι κι έκανε. Επειτα από εννιά μέρες, και μια ευτυχώς ανώδυνη συνάντηση με μια οικογένεια κροκόδειλων, βρήκε μια βάρκα. Εμεινε εκεί μέχρι που τη βρήκαν ντόπιοι ξυλοκόποι, λίγες ώρες αργότερα.
Πηγή: Τα Νέα