80 χρόνια από το κάψιμο των χωριών της λίμνης Πλαστήρα από Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Παρουσιάσεις
- Εκτύπωση
«Το 2023 συμπληρώνονται 80 χρόνια από το κάψιμο των χωριών Μορφοβούνι και Μεσενικόλα από τους Ιταλούς κατακτητές τον Ιούνιο του 1943 και το κάψιμο όλων σχεδόν των κοινοτήτων του σημερινού Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, από τους Γερμανούς κατακτητές τον Νοέμβρη – Δεκέμβρη του 1943, οι οποίοι ισοπέδωσαν ορισμένα χωριά και εκτέλεσαν όσους βρήκαν μπροστά τους.
Παράλληλα, την ίδια χρονιά σημειώνονται τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ιστορία του τόπου μας, αλλά και της χώρας της ίδιας, όπως ο Εμφύλιος που ακολούθησε».
Πρόκειται για στοιχεία που περιλαμβάνονται στον 4ο τόμο της εξαμηνιαίας επιθεώρησης Τοπικής Ιστορίας με τίτλο «Ιστόρηση», που εκδίδει ο Δήμος Λίμνης Πλαστήρα, και τα οποία φέρνει στο φως της δημοσιότητας ο δήμαρχος Παναγιώτης Νάνος. Η επιθεώρηση κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή (άμεσα διαθέσιμη), και έντυπη από εκδοτικό οίκο της Καρδίτσας. Το 4ο τεύχος είναι αφιερωμένο στην εκδήλωση για τα 80 χρόνια από το κάψιμο των χωριών της Λίμνης Πλαστήρα από Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές. Για πρώτη φορά έρχονται στο φως της δημοσιότητας άγνωστα στοιχεία και σπάνιο φωτογραφικό υλικό από τις επιδρομές Γερμανών και Ιταλών. Ο τόμος παρουσιάστηκε στην εκδήλωση τιμής και μνήμης με αφορμή την συμπλήρωση 80 χρόνων από το ολοκληρωτικό κάψιμο των χωριών και την εκτέλεση όσων κατοίκων έμειναν στα σπίτια τους. Ο κ. Νάνος αναφερόμενος στο χρονικό του ολοκαυτώματος της περιοχής από Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές σημειώνει: «Το 1943 σημαδεύτηκε από βία και βαρβαρότητα ενός πολέμου που δείχνει το αποκρουστικό του πρόσωπο: Κάψιμο των χωριών, εκτελέσεις αμάχων, βιασμούς γυναικών, φριχτούς βασανισμούς, ομηρίες, κλοπές, ωμή βαρβαρότητα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, με προσβολή αξιών, πράξεις που συνιστούν εγκλήματα πολέμου τα οποία δεν παραγράφονται. Ανυπολόγιστες είναι οι καταστροφές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Το κάψιμο των χωριών ήταν πολλά περισσότερα από την απουσία εστίας για τις εκατοντάδες οικογένειες που έμειναν γυμνοί, ανέστιοι, πένητες και ασθενείς. Η φωτιά αφάνισε αρχιτεκτονικά και άλλα στοιχεία, χάθηκαν μνημεία ενός Λαϊκού Πολιτισμού, μαζί και πολύτιμα τεκμήρια Συλλογικής και Ατομικής μνήμης». Ο ίδιος στη συνέχεια προχωρά σε μια αναλυτική περιγραφή των καταστροφών τονίζοντας:
«Στις 6 Μαρτίου 1943 το Βουνέσι βομβαρδίστηκε από ιταλικό αεροπλάνο, το οποίο αφού έκαμε αναγνωριστικές πτήσεις, έριξε περίπου δέκα βόμβες από το κέντρο του χωριού και με κατεύθυνση τη βρύση “Ζάβα”, σκορπώντας τρόμο και θάνατο, αφήνοντας χαλάσματα, δύο νεκρούς, τον Σωτήρη Νταλαγιώργο πατέρα πέντε παιδιών και τον εξάχρονο Γιωργάκη Κ. Κυρίτση, ο οποίος σκοτώθηκε στην αγκαλιά της μάνας του από θραύσματα οβίδας, την ώρα που γυναίκα έτρεχε έντρομη για να κρυφτεί, την ώρα του βομβαρδισμού. Εκτός της ιδίας (Θεοδώρας Κυρίτση) τραυματίστηκε η Αικατερίνη Αλεξανδρή, άλλοι κάτοικοι ελαφρότερα. Ορισμένα σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς και άλλα μερικώς. Στις 13 Ιουνίου 1943 τα χωριά Μορφοβούνι (Βουνέσι) και Μεσενικόλας κάηκαν ολοσχερώς από τους Ιταλούς, οι οποίοι εκτέλεσαν όσους βρήκαν μπροστά τους. Οι Ιταλοί ξεκίνησαν καίγοντας τα κεφαλοχώρια Πόρτα και Μουζάκι, αλλά και μικρότερα χωριά όπως Πορτή, Σκλάταινα, Βατσινιά. Ανεβαίνοντας από τον Άγιο Ακάκιο προς το οροπέδιο της Νευρόπολης, πέρασαν από τον κτηνοτροφικό οικισμό Ραχωβίτσα Βουνεσίου, όπου έκαψαν τα λιγοστά σπίτια και εκτέλεσαν τα αδέλφια Σταμογιώργο Γιάννη και Σταμογιώργο Θωμά και τον πρώτο ξάδελφό τους Σταμογιώργο Γιώργο. Ακολούθως, κατευθύνθηκαν στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, το οποίο λειτουργούσε ως σανατόριο φυματικών από το 1937 μέχρι και το 1941 οπότε έφυγαν οι τελευταίοι άρρωστοι. Οι Ιταλοί πυροβόλησαν τον φύλακα του μοναστηριού, ο οποίος διέφυγε και πυρπόλησαν το μοναστηριακό συγκρότημα, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Η εκκλησία, λόγω του ότι ήταν άδεια από εξοπλισμό που θα μπορούσε να καεί, σώθηκε με μόνη απώλεια τον δεύτερο τρούλο, ο οποίος έπεσε μάλλον λόγω της υπερθέρμανσης από τις φλόγες των καιόμενων κελιών. Ακολούθως, οι Ιταλοί κατακτητές πήγαν στο Βουνέσι, το οποίο είχαν εγκαταλείψει σχεδόν όλοι οι κάτοικοι. Προηγήθηκε μάχη μικρής διάρκειας στην είσοδο του χωριού από ένοπλους αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι επιχείρησαν να εμποδίσουν τους Ιταλούς να εισέλθουν στο χωριό. Από τα πλέον των 300 οικιών και στάβλων που είχε το χωριό, μόνο 6 σπίτια σώθηκαν καθώς η φωτιά έσβησε λόγω έλλειψης οξυγόνου και οι ζημιές σε αυτά ήταν περιορισμένες. Στο Βουνέσι οι Ιταλοί την ημέρα του ολοκαυτώματος εκτέλεσαν 13 αμάχους».
Κατά την αναγκαστική μετακίνηση των κατοίκων στα βουνά, συνεχίζει, από το κρύο και τη διανυκτέρευση στην ύπαιθρο πέθανε από κακουχία βρέφος 30 ημερών, αβάπτιστο αγόρι του Φώτη Κοτοπούλη. Όσοι από τους κατοίκους έκαμαν το λάθος και έμειναν στο χωριό, ή αντικειμενικά για λόγους αδυναμίας δεν μπορούσαν να μετακινηθούν, και άλλες ηλικιωμένες γυναίκες με προβλήματα υγείας, έχασαν την ζωή τους. Ελάχιστοι όμηροι επέζησαν, ανάμεσά τους ο ταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Θεοδόσης Κυριαζής, ο οποίος προέτρεπε τους κατοίκους να μην αποχωρήσουν και ότι οι Ιταλοί στρατιωτικοί είναι πολιτισμένοι, θα τηρήσουν την στρατιωτική τους τιμή και δεν θα στραφούν κατά αμάχων. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, ο Μεσενικόλας ήταν το δεύτερο χωριό που αφάνισαν οι Ιταλοί και το έκαψαν ολόκληρο, στις 13/6/43, ενώ εκτέλεσαν πολλούς αμάχους, κυρίως ηλικιωμένους που λόγω αδυναμίας δεν εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Οι αντάρτες με επικεφαλής τον Περικλή Παπαδημητρίου (Ίταμος), για να εμποδίσουν την άνοδο των Ιταλών που διέρχονταν τον αμαξιτό δρόμο Καρδίτσης - Αγρινίου, ανατίναξαν την γέφυρα στο ρέμα “Μύλος του Παπαδούλη” αναγκάζοντας τους Ιταλούς να ανέβουν πεζοί, από το μονοπάτι που οδηγεί στο Μεσενικόλα. Εκεί οι κατακτητές εκτέλεσαν όσους βρήκαν, ενώ έκαψαν το χωριό στο σύνολό του. Στο Μοσχάτο τον Ιούνη οι Ιταλοί έκαψαν το Δημοτικό Σχολείο, τον Αη-Γιάννη, ένα καφενείο και ένα ποιμνιοστάσιο στις παρυφές του χωριού. Είχαν σκοπό να κάψουν το χωριό, αλλά σώθηκε χάρη σε έναν κάτοικο ονόματι Κολοφωτιάς από το Μοσχάτο, ο οποίος είχε εργαστεί για αρκετά χρόνια στο Παρίσι ως ξενοδοχο-υπάλληλος, γνώριζε αγγλικά - γαλλικά και διαπραγματεύτηκε με επιτυχία την σωτηρία του χωριού. Τον Νοέμβρη του 1943, οι Γερμανοί στο πλαίσιο των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων “Πάνθηρ” αποφασίζουν να καταστρέψουν το σύνολο των χωριών για να καταστείλουν την Αντίσταση. Οι επιχειρήσεις διήρκησαν από 27-11-1943 έως 3-12-1943 και τις έκαμε η διαβόητη μεραρχία “Εντελβάις”. Η επιδρομή των Γερμανών στη Νευρόπολη (σήμερα περιοχή Λίμνης Πλαστήρα) θα είχε περισσότερο καταστροφικά αποτελέσματα, αλλά οι χειμωνιάτικες καιρικές συνθήκες (βροχερός καιρός, ομίχλη και χιόνι στις βουνοκορφές) περιόριζαν την δράση των βομβαρδιστικών αεροπλάνων, ενώ η υγρασία εμπόδιζε την μετάδοση της φωτιάς. Ανυπολόγιστη είναι η καταστροφή του Λαϊκού Πολιτισμού, διότι χάθηκε για πάντα το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χρώμα των χωριών, τα περισσότερα δίπατα μεγάλα σπίτια, πολλά εξ αυτών αρχοντικά. Όσα κτίστηκαν μετά ήταν της ανάγκης και χωρίς ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία και τα περισσότερα ισόγεια.
Σημαντικές ήταν και οι ζημιές στα εκκλησιαστικά μνημεία, μοναστήρια και εκκλησιές των χωριών μας, τα οποία δεν σεβάστηκαν οι κατακτητές. Από έκθεση Νομομηχανικού της Νομαρχίας Καρδίτσας που κατατέθηκε στις 28-9-1945, (η οποία διασώζεται στο Αρχείο της Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος, φάκελος Εθνικών Πολεμικών Θεμάτων, Πολιτιστική καταστροφή), προκύπτει ότι στο Νομό Καρδίτσας την περίοδο της Κατοχής, έγιναν καταστροφές σε εκκλησίες και μοναστήρια, οι οποίες αποτιμήθηκαν σε 2.237.000.000 προπολεμικές δραχμές (οι οποίες είχαν άλλη ισχύ και αξία από τις μεταπολεμικές). Από αυτό το ποσό 549.000.000 προπολεμικές δραχμές αφορούν τις εκκλησίες του τ. Δήμου Νευροπόλεως και σήμερα Δήμου Λίμνης Πλαστήρα, πλην των χωριών Καστανιά – Μούχα και Άγιο Γεώργιο που σήμερα ανήκουν στην Καρδίτσα. Στον Δήμο Λίμνης Πλαστήρα των Θεσσαλικών Αγράφων, συντελέστηκαν, τονίζει ακόμα ο κ. Νάνος, εγκλήματα πολέμου τα οποία ογδόντα χρόνια μετά παραμένουν στο σκοτάδι, χωρίς ποτέ να ζητήσει κάποιος έστω και μία συγνώμη για αυτά, ακόμα και για λόγους συμβολικούς. Ένα άγνωστο έγκλημα πολέμου το οποίο δεν αναδείχθηκε όσο θα έπρεπε, είναι και οι νεκροί Ιταλοί στρατιώτες της Μεραρχίας Πινερόλο, οι οποίοι από κατακτητές βρέθηκαν φιλοξενούμενοι στα Αγραφιώτικα χωριά, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας το φθινόπωρο του 1943 με τους συμμάχους και την συνεργασία της Μεραρχίας Πινερόλο με την Εθνική Αντίσταση, τον ΕΛΑΣ και τους Εγγλέζους που είχαν την ευθύνη. Περισσότεροι από 1.000 Ιταλοί χάθηκαν στον πρόχειρο καταυλισμό στη Νεράϊδα, άλλοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, άλλοι αφανίστηκαν από πείνα, κρύο, ασθένειες και γενικά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που τους οδήγησαν στο θάνατο. Περίπου 5.500 Ιταλοί σώθηκαν διότι φιλοξενήθηκαν στα Αγραφιώτικα χωριά και γλίτωσαν τον βέβαιο θάνατο.
Ο ίδιος καταλήγει τονίζοντας στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Χρέος της σύγχρονης Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι παράλληλα με τα έργα, τις υποδομές και τις υπηρεσίες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής, να αναδεικνύει την Ιστορία με δυναμικό τρόπο. Έχουμε χρέος να μάθουμε στη νέα γενιά να αντλεί διδάγματα από την Ιστορία. Όχι όμως με στείρο και ξύλινο λόγο, όχι ως “διδακτέα ύλη”, αλλά μέσα από το παράδειγμα της δικής τους οικογένειας, των δικών τους συγγενών που πρωταγωνίστησαν ως “ανώνυμοι” Έλληνες. Να συνειδητοποιήσουν ότι το όνομα του παππού τους είναι ανάμεσα σε εκείνους τους ήρωες που έγραψαν την Ιστορία. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα πολεμικά γεγονότα, αλλά στην τοπική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Οφείλουμε να ασχοληθούμε με τα έπη τα ειρηνικά, να αναδείξουμε αξίες όπως: Λαϊκός Πολιτισμός, Παράδοση, Τοπική Παραγωγή και Οικονομία, η οποία μπορεί θαυμάσια να μας δώσει ακόμα και σήμερα αγαθά με ποιότητα και οικονομική αξία. Προπαντός να δείξουμε στη νέα γενιά την αισθητική και την φιλοσοφία διαχρονικά, έτσι ώστε οι νέοι να διαλέξουν αυτό που τους αξίζει και έχει θέση στη ζωή τους, για να πορεύονται ασφαλείς με Κάλλος και Αρμονία».
Αποστόλης Ζώης - ΑΠΕ-ΜΠΕ