"Κάστανα – Με μάτια και χαμόγελα!!!" άρθρο του Μενέλαου Παπαδημητρίου Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
- Εκτύπωση
Χάσκσαν τα καβούκια – πέφτουν τα μπομπόλια καταή και τα τρων τα πράματα...τα τρων τα γρούνια... τοιμαστείτε αύριο να κινήσουμε για τα ζάβατα...θα βαρέσ η καμπάνα πρωϊ – πρωΐ !!!
Μια αληθινή ιστορία με τα κάστανα και το μάζεμμά τους εκτυλίχθηκε στο Ανθηρό Αργιθέας στις 17 Οκτωβρίου 1969.
Εδώ, πέρα από ιδιωτικές καστανιές, υπάρχουν και δυο ζάβατα από καστανιές της Κοινότητας – στο Αλιμπέτη και στον Κατσάνο.
Τα κάστανα ήταν βασική τροφή για τους Αργιθεάτες, τους Ραδοβυζινούς και όλους τους ορεινούς γείτονες (τρώγονταν χλωρά, ψημένα, βρασμένα και παλιότερα, όπως μολογούσαν οι μεγαλύτεροι, αλέστηκαν στο μύλο για ψωμί).
Προ αμνημονεύτων ετών από τους τότε κατοικούντες στο Χωριό μας φυτεύθηκαν δέντρα καστανιάς σε Κοινοτικές εκτάσεις και αυτές μεγαλώνοντας έδιναν τον καρπό τους ως τροφή στους φτωχούς κατοίκους.
"Η διατροφή μας στην Αργιθέα, στα Ραδοβύζια, στα Χωριά του Ασπροποτάμου και Κοθωνίων και γύρωθεν διαμορφώνονταν από το περιβάλλον στο οποίο ζούσαμε, από τα προϊόντα του τόπου και από την καθημερινή ζωή. Το γεύμα ή το δείπνο στο σπίτι ήταν το ίδιο για όλη την οικογένεια. Η παραδοσιακή διατροφή έχει αποδειχθεί η πιο υγιεινή διατροφή.
Ήταν λιτή διατροφή (άγρια χορταρικά, όσπρια, δημητριακά, λαχανικά, λίγα γαλακτοκομικά και λιγότερο κρέας, λάδι λίγο, λίπα και καρπούς δέντρων – όπωρα, κάστανα, καρύδια, λεφτοκάργια κ.α.) και σε συνδυασμό με τις γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες που είναι σκληρές και υποβάλουν σε καθημερινή σωματική καταπόνηση - άσκηση (φυσική δραστηριότητα) γυναίκες, άνδρες, νέες, νέους και παιδιά - κρατούσαν τις Αργιθεάτισσες και τους Αργιθεάτες δυνατές και δυνατούς.
Για τα παιδιά(κορίτσια και αγόρια) του Σχολείου και του Γυμνασίου δεν υπήρχαν σάντουϊτς, πατατάκια, τσίπς, χάμπουργκερ κ.α. Δεν υπήρχε «το πλαστικό προκατασκευασμένο φαγητό».
Πρίν φύγουμε για το σχολείο τρώγαμε ένα καπάκι ζεστό τραχανά. Κι ύστερα η τσεπούλα μας γέμιζε με βρασμένα κάστανα(χλωρά ή σαν αυτά εδώ τα ξεφλουδισμένα που τα λέγαμε παπαδέλες και που τα βράζανε και με λίγο αλάτι) και φεύγαμε για το σχολείο. Ήταν τότε που κάναμε σχολείο ως και Σάββατο, πρωϊ και απόγευμα και καταλαβαίνετε δεν έφτανε το συσσίτιο. Αυτά μας κρατούσαν όρθιους!!!!!!!!!!!!!
Τα Κοινοτικά ζάβατα καστανιάς όπως προανέφερα φυλάσσονταν από τους αγροφύλακες του Χωριού μας (Λάμπρος Τσιούμας+, Θωμάς Κωφός+, Πέτρος Αρχιμανδρίτης+, Αλέκος Καναβός+, Λάμπρος Καναβός, από το δασοφύλακα Θύμιο Παπαδημητρίου και από ιδιώτες που τους ανέθετε καθήκοντα φύλακα η Κοινοτική Αρχή, όπως ο Γώγος Κλάρας στο Λαγκάδι, ο Κώστας (Κωτσιαρίδας) Καναβός στο Ανθηρό κ.α..
Απολούσαν (απολάω= αφήνω ελεύθερο) δε τα ζάβατα για το μάζεμμα των κάστανων την ημέρα του Αγίου Λουκά, στις 18 Οχτώβρη κάθε χρόνου.
Αυτό είχε γίνει έθιμο και ως εξής: Χτυπούσαν σε γρήγορο ρυθμό οι καμπάνες της Αγίας Παρασκευής και των Αγίων Αναργύρων προσκαλώντας τους κατοίκους του Χωριού να σπεύσουν – κατά οικογένειες και << να πιάσουν μία, δυο καστανιές>> και να μαζέψουν αυτά.
Το μάζεμμα γίνεται κυρίως με το ράβδισμα του δέντρου (τίναγμα των καρπών του δέντρου με ένα μακρύ ραβδί ξύλινο, λούρο τον λέγαμε και ειδικό για αυτή τη δουλειά) ώστε να πέσει ο καρπός και ύστερα μάζεμμα με το χέρι. Τα μαζεύαμε και μπομπόλια και με τα καβούκια.
Τα μεταφέραμε στο σπίτι και τα μεν διαλεγμένα, πέρα από κάποια που ψήναμε ή βράζαμε χλωρά ή τα έφκιαναν οι μανάδες και αδερφές γλυκό για τους επισκέπτες, συνήθως τα ηλιάζαμε και τα ξεφλουδίζαμε <<αυτά ήταν οι παπαδέλες>> για να διατηρούνται και να βγάζουμε το χειμώνα.
Αυτά με τα καβούκια, αφού σκάβαμε στο χώμα ένα λάκο και στρώναμε από κάτω φτέρες, τα ρίχναμε εκεί και τα σκεπάζαμε πάλι με φτέρες που τις πλακώναμε με ξύλα ή πλάκες. Τα σκέπαζε και το χιόνι και ήταν σαν να τάχεις σήμερα στον καταψύκτη. Διατηρούνταν όλο το χειμώνα, ως και το Μάρτη. Τα ψήναμε στη γωνιά και για να μην σκάζουν και μας βγάλουν τα μάτια τα καρφώναμε με το πηρούνι ή τα τσιμπάγαμε λίγο με το μαχαίρι!!!!! Άλλες φορές τα βράζαμε.
Για να ψήσουμε τα κάστανα εκείνα τα χρόνια παίρναμε ένα κομμάτι πάφλα απο γκαζοτενεκέ, τον τρυπούσαμε με περόνια και το φκιάναμε ψήστη!!!
Βέβαια αν δεν είχαμε ψήστη, λειτουργούσε και η γωνιά. Τα τσιμπάγαμε λίγο τα χλωρά κάστανα για να μη σκάνε και τα βάζαμε στα κάρβουνα σκεπάζοντάς τα με στάχτη, με σπρούχνη... Κι αν μερικά έσκαγαν πετούσαν τα κάρβουνα στα τσιόλια, στα στρωσίδια με κίνδυνο να αρπάξουν και φωτιά.
ΤΑ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΘΕΝΤΑ ΣΤΙΣ 17.10.1969 (στη γλώσσα του Χωριού μας ο διάλογος!!!)
Ηλιόλουστη μέρα και στην αυλή του Αλέκου ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ στο Λαγκάδι απολαμβάνουν το καφεδάκι ο Αλέκος και η γυναίκα του Ευτυχούλα μαζί με τους γείτονες Αριστέα και Ηλία Παπαδόπουλο (Τασιούλα).
Στην παρέα προστέθηκε σε λίγο και ο γείτονας ΣΠΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΡΛΗΣ.
ΣΠΥΡΟΣ: Τον άρρωστο ρωτάν!!!! Βλέπω ηλιάζεστε σαν τς γάτες...λέτε να χαλάσ' ο καιρός;
ΕΥΤΥΧΙΑ: Μη λες έτσ' Σπύρο. Αύριο νά' ναι πάλι καλή μέρα γιατί θα βαρέσ' την καμπάνα ο Γώγο Κλάρας. Είνι τ΄Αγίου Λουκά και απολάν τα κάστανα. Να σκωθούμε μαναχά πρωΐ - πρωΐ, να μη μας πάρ ου ύπνους κι μας πάρουν σβάρνα οι Κριτσιαριώτες κι οι Κατουσιώτες.
ΣΠΥΡΟΣ: ορα ξυπνάου ιγώ ότ' ώρα θέλτε.
ΑΡΙΣΤΕΑ: Γιατί εσύ δεν έχς βαρύ ύπνου;
ΣΠΥΡΟΣ: Εγώ δεν κμάμαι καθόλ.
ΑΡΙΣΤΕΑ: Γιατί; Μι τι ασχολιέσι;
ΣΠΥΡΟΣ: Γιατί Αριστέα εγώ σκέφτουμι ούλο το βράδ. Χτίζου τοίχια – τα γκριμάου, τα ματαφκιάνου άει κι παραπέρα....του μυαλό μ' δλεύι όλ' νύχτα...δεν είνι σαν του θκό σας. Κι αφού δεν κμάμι καθόλου, ιγώ ζω διπλάσια χρόνια απ΄αφνούς απ΄νομίζουν ότ, είμαστι ίσια. Οι συνομήλικοί μου είνι 40 χρουνώ κι γώ είμι 80!!!
(Μετά από λίγο ο Σπύρος σηκώθηκε και έκοβε βόλτες στην αυλή. Πέρα δώθε πέρα δώθε...σκεφτικός.)
ΣΠΥΡΟΣ: Για λάτε σιαδώ ισείς οι άντρες να σας πού κάτ.
Μ΄πέρασε η ιδέα να απολύσουμε τα κάστανα γληγορότερα, αλλά να μη μας πάρ' είδησ' καένας...ανάσα.....
Θα πάω εγώ και θα χτυπήσω τ'ν καμπάνα στς 2 η ώρα (νύχτα). Μετά από λίγο θα φωνάξιτι ισείς: ώ Σπύρου, γιατί να βαράει η καμπάνα;
Σύμφων; Σύμφων είμαστι απήντσαν ου Αλέκους μι του Λία. Οι γναίκες δεν άκσαν τίπουτα. Καληνυχτίσκαν κι έφκαν για τα σπίτια τς.
Κατά τς 2 η ώρα – βαθιά νύχτα και πίσσα το σκοτάδ έξω ο μπάρμπα Σπύρος σηκώνεται και ξυπνάει τη γυναίκα του την Άννα.
ΑΝΝΑ: τι θέλς Σπύρου τέτοια ώρα;
ΣΠΥΡΟΣ: Σήκου και πήγαινε κάτ΄στο μύλο ( σημειώνεται ότι ο Σπύρος ήταν μυλωνάς εκείνη τη χρονιά). Πάρι μαζί σ΄κι τα δυό τα καντήλια κι όταν φτάεις ικεί να ανάψς το ένα μέσα στου μύλου κι τ΄άλλου να τ΄αφήκς αναμμένου απόξου αναμμένου κι να τσακστείς σ΄ενα λεπτό να γυρίεις στου σπίτ.
Η Άννα δίχους να ξέρ τίποτα απ΄τα σχέδια τς Σπύρ κι όπως σκώθκε απότομα απ΄τον ύπνο αντιδρώντας του είπε: σκιάζουμι ιγώ να πάου τέτοια ώρα στου μύλου.
ΣΠΥΡΟΣ: Δεν τρών οι διαόλ...τσακίσ' κι φεύγα.
Η Άννα ακούοντας καμπόσα βρισίδια φλιντούριξε κι έφτασε στο μύλο. Κατηφόρα ήταν κι δίχως φως έπεφτε – σηκώνοντας και δόστου.
Το πρόβλημα ήταν με τι θα γυρνούσε, αφού θα έπρεπε να αφήκ εκεί και το δικό της καντήλι αναμμένο έξω από το μύλο...κι ήταν εφτά σκοτάδια.
Ο Σπύρος αφού εκτίμησε το χρόνο να γυρίσει η Άννα στο σπίτι έφυγε για τους Αγίους Αναργύρους και αφού χτυπάει την καμπάνα φεύγει τρέχοντας για το σπίτι για να πει στην Άννα τι θα λέει.
Χτυπώντας η καμπάνα πετάχθηκαν οι κάτοικοι από τον ύπνο.
Ο Ηλίας Παπαδόπουλος (Τασιούλας) -το σπίτι του πέρα από το ποτάμι και κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτε – ξύπνησε την Αριστέα και ο ίδιος βγήκε απέξω στην αυλή και έκρινε στον Αλέκο Γραμμένο. Έ Αλέκο, γιατί να βαρεί η καμπάνα τέτοια ώρα;
ΑΛΕΚΟΣ: Δεν ξέρω Λία, φώναξι πέρα κατ΄του Σπύρου μάκι ξέρ΄τίπουτα.
Ο Σπύρος άκουγε το διάλογο αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι του και φοβούμενος μην απαντήσει η Άννα κάτι άλλο, βρίζοντας που δεν άφησαν να περάσει λίγο η ώρα όπως είχαν συννενοηθεί και πηδώντας τους τοίχους έφτασε στο σπίτι. Η Άννα είχε επιστρέψει και από το φόβο που πέρασε μέσα στα σκοτάδια, τσιολιάστηκε και δεν απαντούσε.
ΣΠΥΡΟΣ: Άννα σήκω και φώναξε στο Λία Τασιούλα και πες τ' αν θέλ τίποτα.
ΑΝΝΑ: Ωώ Λϊα, φώναξις σιαδώ; τι θέλς τέτοια ώρα;
ΗΛΙΑΣ: Γιατί να βάρεσε η καμπάνα, ξέρς τίπουτα; Που είνι ου Σπύρους;
ΑΝΝΑ (καθ΄υποβολή του Σπύρου): Ου Σπύρους έμκει στου μύλου απόψι, είχι πολλά αλέσματα κι δεν ήρθι.
ΑΛΕΚΟΣ: Ρωτάει τον Ηλία Παπαδόπουλο: Τι λέει ο Σπύρος Λία, ξέρ τίπουτα;
ΗΛΙΑΣ: Δεν είνι σπίτ΄Αλέκο, είνι κάτ΄στου μύλου κι η Άννα δεν ξέρ τίπουτα.
ΑΛΕΚΟΣ: Θα απολάν τα κάστανα, για τι άλλο θα χτύπαγε.
ΗΛΙΑΣ: Καλά λες, θα χτύπσε τν καμπάνα ου Γώγου Κλάρας.
Οι φωνές τς έκαναν να ξυπνήσουν οι περισσότεροι Λαγκαδιώτες και με τα φακό και τα καντήλια, αρπάζοντας τσιουβάλια και σακιά έφυγαν για τον Κατσάνο. Ο φύλακας μπάρμπα Γώγος και πολλοί άλλοι δεν πήραν είδηση τι γίνονταν μέσα στη νύχτα.
Έτσι ξημερώνοντας και βλέποντας τον κόσμο μέσα στο ζάβατο να τινάζουν τις καστανιές και να μαζεύουν τα κάστανα, έγινε ο χαμός. Ο μπάρμπα Γώγος ο Κλάρας, που είχε και την ευθύνη της φύλαξης, κόντεψε να πάθει από τη στενοχώρια. Τον τσάκισε τρεμδάνα και κρύος ίδρωτας...
Πολλοί υποπτεύθηκαν τον Σπύρο, αλλά < ο Αρχηγός> φρόντισε, όπως διαβάσατε, να έχει άλλοθι αφού <<όλοι άκουσαν και είδαν φως στο μύλο>>.
Στις συζητήσεις – ανακρίσεις που ακολούθησαν από τον Πρόεδρο του Ανθηρού Κώστα Τσιώνο, τον αστυνόμο και άλλους ο Σπύρος έλεγε: << Φαντάζεστε να μην ήμουν στο μύλο; Θα την πλέρωνα εγώ>>.
Έκαναν πολλά χρόνια να μάθουν πως ήταν ο Σπύρος αρχηγός της υπόθεσης. Είχε παραγραφεί το αδίκημα!!!!
Ανεξίτηλες για μας τα Αργιθεατόπουλα στιγμές και σκηνές απο το διάβα της ζωής μας!!!!!!!!!!!!
Και τι δε θάδινα να ξαναζούσα πάλι, έστω στιγμές, από εκείνα τα χρόνια......
Σημείωση - Την πραγματική αυτή ιστορία άκουσα πολλές φορές.
Τη συνταρχίσαμε όμως και την γράψαμε μαζί με το συντοπίτη Λαγκαδιώτη ΝΙΚΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ που την έζησε εκείνο το βράδι αφού με τις φωνές τους πετάχθηκε από τον ύπνο...
Εγώ ζούσα στην Αθήνα τότε. Έμαθα πως κι η Μάνα μου Κατερίνη με τον Πατέρα μου Νικόλα και άλλοι γείτονες από το Καρνέσσι έσπευσαν στο Ζάβατο στον Κατσάνο.
Μια άλλη ιστορία που εκτυλίχθηκε στο ζάβατο καστανιάς στο Αλιμπέτη Ανθηρού, ήταν όταν Χωριανός πήγε από νύχτα στο καστανόδασος και μη βλέποντας καλά <<έπιασε και κοιμήθηκε κάτω από το δέντρο μιας λούκας περνώντας την για καστανιά και περιμένοντας το πρωΐ να έρθει η γυναίκα του για να μαζέψουν τα κάστανα>>.
Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι.
Το πρωΐ, όταν ξύπνησε και αντελήφθηκε το λάθος του άρχισε να φωνάζει προς το μέρος που άκουγε τη φωνή της γυναίκας του: Λούκα, λούκα διάολε...λούκα, προσπαθώντας έτσι να της δώσει να καταλαβει πως έπρεπε εκείνη <<να πιάσει καστανιά>> )
Υπάρχουν Χωριά στα ορεινά της Καρδίτσας (Ελληνόπυργος) και της Άρτας (Καστανιά) όπου γίνεται ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΑΝΟΥ.
Και μερικές παροιμίες:
Αυτός δεν χαρίζει κάστανα.
Ποιος θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Απέξω είναι αγκαθωτό κι από μέσα μαλλιαρό
και πιό μέσα απ΄το μαλλί μια μπουκιά καλή! Τί είναι (το κάστανο)