Νατάσα Δανιήλ: Ο κύκλος των «χαμένων» ποιημάτων Κύριο
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
- Εκτύπωση
«Ο κύκλος των χαμένων ποιητών», απάντησα στην μαθήτρια που με ρώτησε στο σχολείο αν έχω αγαπημένη ταινία. Το είπα χωρίς καν να έχω σκεφτεί ποτέ αν έχω αγαπημένη ταινία…
Μόλις μου είχε δώσει ένα βιβλίο, «το Νορβηγικό δάσος», λέγοντάς μου ότι θέλει οπωσδήποτε να το διαβάσω, γιατί της άρεσε πολύ και θέλει μέσα από αυτό να με μάθει καλύτερα, να δει πώς αντιλαμβάνομαι εγώ κάποια πράγματα. Πράγματι, κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιδιαίτερη οπτική γωνία. Και το να αναζητούμε να βρούμε πώς αντιλαμβάνεται κάποιος άλλος ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ή ένα έργο γενικά δείχνει ότι δεχόμαστε και μια πιθανόν διαφορετική προσέγγιση ή ερμηνεία πέρα από τη δική μας. Κι αυτό είναι καλό… Στην ερώτηση αν αξίζει να δει την ταινία της εξήγησα ότι δεν ξέρω... Γιατί «εμένα στα 15 μου με συγκλόνισε, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα αρέσει σε έναν σημερινό 15χρονο ή 17χρονο. Εμείς τότε, Ζωή, δεν είχαμε κινητά ούτε ίντερνετ και μας ενθουσίαζαν πράγματα που εσείς δεν εκτιμάτε το ίδιο».
-Πείτε μου λίγο την υπόθεση, χωρίς σπόιλερ… (και γέλασε)
-Εντάξει… Θα σου πω… Ένας καθηγητής φιλοσοφίας διορίζεται σε ένα πανεπιστήμιο αρρένων και μάλιστα πρόκειται για παιδιά πλούσιων οικογενειών οι οποίες ως μοναδικό στόχο έχουν να ακολουθηθεί η οικογενειακή (επαγγελματική) παράδοση. Ένας φοιτητής πχ να γίνει γιατρός, όπως ο πατέρας, ο παππούς ή ο προπάππους... παιδιά καταπιεσμένα από τα οικογενειακά τους περιβάλλοντα. Ο καθηγητής όμως, τους δείχνει «το δάσος πίσω από το δέντρο» μέσα από την ποίηση και τους πείθει ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό που θέλουν οι άλλοι, αλλά κι αυτό που «θες εσύ»... Θυμάσαι το ποίημα του Thoreau που κάναμε την προηγούμενη εβδομάδα στο μάθημα; Σε αυτή την ταινία το είχα πρωτοακούσει. Μου άρεσε τόσο πολύ που το έγραφα σε όλη σχεδόν την εφηβική και φοιτητική (και ίσως και πιο μετά;) ζωή μου σε αμέτρητα τετράδια, σε θρανία, σε βιβλία, σε κάρτες…
Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό,
θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής,
να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή
και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα.
Το συγκεκριμένο ποίημα με συγκλόνιζε για 20 χρόνια και το έκανα «πυξίδα» στη ζωή μου... Ένιωθα ότι μου «φώναζε» να παίρνω ρίσκο, να εκτιμώ τη ζωή, να ζω έντονα το καθετί, προτού καταλάβω ότι δε μπορώ να το ζήσω πια... Και κάθε φορά που διαβάζω ένα ποίημα που έχει παρόμοιο νόημα το επαναφέρω στη μνήμη μου. Ποιήματα που «φωνάζουν» στον αναγνώστη «Ζήσε! Πριν μετανιώσεις που δεν έζησες…». Αυτό ακριβώς μου «βγάζει» η «Πόλις» του Καβάφη, όπου ο ποιητής θέλει «να πάγει σ’ άλλη γη, σ’ άλλη θάλασσα», να βρει μια πόλη καλύτερη, αλλά δε μπορεί πια, γιατί έχει εγκλωβιστεί στην ίδια πόλη και έχει «ασπρίσει». Δεν υπάρχει πια πλοίο ούτε οδός και γερνάει στις ίδιες γειτονιές. Έπειτα, η «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Ρίτσου. Εκεί, μια γυναίκα σε ένα έρημο σπίτι και σκοτεινό θυμάται τη λαμπερή ζωή της και μετανιώνει για όσα δεν έκανε. «Η μεταμέλεια φοράει ξυλοπάπουτσα», λέει σε κάποιο σημείο. Ζητάει λοιπόν απεγνωσμένα να την πάρει ο νέος (βουβό πρόσωπο στο οποίο τα αφηγείται) μαζί της: «Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου». Είναι ένα μοτίβο που κάνει τους μαθητές να γελάνε, γιατί επαναλαμβάνεται πάνω από δέκα φορές, αλλά κρύβει απόγνωση. Και όταν στο τέλος ο νέος σηκώνεται να φύγει αυτή λέει «Α, φεύγεις; Καληνύχτα, όχι δε θα’ ρθω. Καληνύχτα». Και τα παιδιά λένε «Έλεος, μας έπρηξε τόση ώρα, Γιατί δεν πήγε τελικά;» Κι εγώ τους ζητάω να βρουν οι ίδιοι την απάντηση.
Κάποια στιγμή λοιπόν μετά από 20 χρόνια λατρείας του ποιήματος «Η ζωή στο δάσος» και πραγματικής πίστης ότι πρέπει να «ρουφάμε το μεδούλι της ζωής», ήρθε η ώρα της απομυθοποίησης. Έψαξα στο διαδίκτυο πληροφορίες για τον ποιητή και το ποίημα… και τι ανακάλυψα; Ότι δεν υπήρχε κανένα κρυμμένο νόημα, καμία μεταφορά, καμία αλληγορία!!!! Ο Thoreau έγραψε το ποίημα αυτό, επειδή εγκατέλειψε όντως την πόλη και πήγε για δύο χρόνια στη φύση, στα δάση, να ζήσει σαν ερημίτης τρώγοντας μόνο ό,τι καλλιεργούσε ο ίδιος... Ακραίο; Σοκαριστικό; Απογοητευτικό;... Τόσα χρόνια είχα μέσα μου μια «πίστη» που δεν υπήρχε... Ή την είχα κατασκευάσει εγώ…
Το επεξεργάστηκα αρκετά όλο αυτό… Και πού κατέληξα… Στο: «Δεν πειράζει βρε αδερφέ! Αντάρα κακιά!» (όπως έλεγε ο πατέρας μου). Εγώ το αντιλήφθηκα όπως το ένιωσα. Και τι πειράζει; Άλλωστε, αυτή δεν είναι η μαγεία της λογοτεχνίας και της ποίησης; Ο καθένας να τις αντιλαμβάνεται διαφορετικά; Ε, ναι! Αυτή ακριβώς είναι η μαγεία!
Άλλωστε, «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, αλλά αν πας να μπεις, κλείνει. Κι οι ποιητές φτιάχνουν ποιήματα σαν αντικλείδια, μια «ατέλειωτη αρμαθιά», για να την ανοίξουν. Μα δεν ανοίγει ποτέ («Αντικλείδια», Γ. Παυλόπουλος). Η ίδια η Κική Δημουλά έλεγε «Μη βάλετε δικό μου ποίημα στις Πανελλαδικές. Πώς μπορεί να αντιληφθεί το 15χρονο ή 17χρονο παιδί ένα ποίημα που έγραψα εγώ στα 50, στα 60 ή στα 70»; (Έργο της μπήκε στις εξετάσεις μόνο αφού πέθανε. Όχι ποίημα, αλλά απόσπασμα από μια ομιλία της....)
Όταν μου έκανε την ερώτηση η Ζωή και τόσο αυθόρμητα απάντησα, κατάλαβα γιατί η ταινία με τους χαμένους ποιητές είναι τελικά η αγαπημένη μου ταινία. Επειδή, όταν στα 15 μου την παρακολούθησα, με επηρέασε βαθιά. Εντυπωσιάστηκα από το μάθημα της λογοτεχνίας και τον φανταστικό πρωταγωνιστή-καθηγητή R. Williams. Ευχήθηκα κάποτε κι εγώ να μπορέσω να επηρεάσω έστω στο ελάχιστο το μυαλό κάποιου θετικά και να τον κάνω να σκεφτεί «έξω από το κουτί». Να ανοίξω έστω μια μικρή χαραγματιά σε μια «παρωπίδα». Και σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια μετά ... χαίρομαι τόσο μα τόσο που είμαι καθηγήτρια.... Δεν ξέρω αν ράγισα παρωπίδες, αλλά είμαι τόσο ευγνώμων που μου δίνεται η ευκαιρία να συζητάω με τους μαθητές μου, να τους διαβάζω ποίηση (όσο κι αν την «σνομπάρουν»), να βρίσκω κουμπάκια (με πολύ κόπο κάποιες φορές) και να ανοίγω κουτάκια για όποιον θέλει να βγει από αυτά, αλλά και πάντα μα πάντα να μαθαίνω από αυτούς και να μοιράζομαι σκέψεις και συναισθήματα... Ευτυχώς που (αν και σπούδασα αρχαιολογία) το μόνο επάγγελμα που έχω κάνει εδώ και 21 χρόνια είναι αυτό της φιλολόγου… Γιατί έρχονται εκείνες οι στιγμές που μια Ζωή μου φέρνει ένα βιβλίο και η χαρά μου κλείνει το μάτι.
Νατάσα Δανιήλ
Φιλόλογος