Κ. Νούσιος: "Οι πολύτιμες ΑΠΕ, η διστακτικότητα της Ελλάδας και οι προοπτικές"
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Άρθρα
- Εκτύπωση
Οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας (ΑΠΕ) όπως η αιολική, η ηλιακή, η γεωθερμία και η υδροθερμία (μαζί με την ενέργεια κυμάτων, την παλιρροϊκή και την υδραυλική,
τα εκλυόμενα αέρια από χώρους υγειονομικής ταφής, από εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού και τα βιοαέρια), θεωρούνται από πολλούς ως αφετηρία για την επίλυση των οικολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Γη, καθώς η συμβολή τους στην προστασία του περιβάλλοντος είναι καταλυτική.
Μορφές εκμεταλλεύσιμης ενέργειας που προέρχονται από φυσικές διαδικασίες και ονομάζονται επίσης «ήπιες», επειδή αφενός η εκμετάλλευσή τους δεν απαιτεί ενεργητική παρέμβαση (εξόρυξη, άντληση ή καύση), όπως συμβαίνει με τις μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενες πηγές ενέργειας σε ευρεία κλίμακα, αφετέρου επειδή πρόκειται για «καθαρές» μορφές ενέργειας, πολύ «φιλικές» στο περιβάλλον, που δεν αποδεσμεύουν υδρογονάνθρακες, διοξείδιο του άνθρακα ή τοξικά και ραδιενεργά απόβλητα.
Είναι η λύση στο πρόβλημα της αναμενόμενης εξάντλησης των (μη ανανεώσιμων) αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων και η απάντηση στην κλιματική αλλαγή, μέσο περιορισμού των εκπομπών αερίων ρύπων του θερμοκηπίου και η βάση του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης της πράσινης οικονομίας. Υπάρχουν όμως και επιπρόσθετα οφέλη, καθώς οι ΑΠΕ αποτελούν πηγές οικονομικής ανάπτυξης και θέσεων απασχόλησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει από ήδη από το 2001 στις άμεσες προτεραιότητές της τις ΑΠΕ, προωθώντας στα κράτη-μέλη της πολιτικές για τη χρήση τους, τη διείσδυσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο και την εισαγωγή των τεχνολογιών που σχετίζονται με αυτές. Κάθε χώρα έχει αναλάβει να υιοθετήσει αυτές τις πρακτικές και να πετύχει τους εθνικούς ενεργειακούς της στόχους, που οριοθετούνται βάσει των δυνατοτήτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της καθεμιάς και των οικονομικών τους επιδόσεων. Σύμφωνα με το πρόγραμμα «Στρατηγική για την Ευρώπη 2020», το ποσοστό κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ πρέπει να φτάσει κατά μέσο όρο το 20%, μέχρι το 2020.
Στόχος για την Ελλάδα ήταν αρχικά η κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές να φτάσει το 18% έως το 2020. Καθώς οι εθνικοί στόχοι επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και προτείνονται διορθωτικές δράσεις προς την επίτευξή τους, η ελληνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο υιοθέτησης συγκεκριμένων αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών πολιτικών προχώρησε (με το νόμο 3851/2010) στην αύξηση του εθνικού στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας στο 20% (ο οποίος και εξειδικεύεται σε 40% συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, σε 2% σε ανάγκες θέρμανσης-ψύξης και 10% στις μεταφορές).
Κι αν ο συγκεκριμένος νόμος («Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής») ξεκινά με τη φράση «η προστασία του κλίματος, μέσω της προώθησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε., αποτελεί περιβαλλοντική και ενεργειακή προτεραιότητα υψίστης σημασίας για τη χώρα», αυτό στην πράξη δεν έχει βρει μέχρι σήμερα την στοχοθετημένη εφαρμογή.
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (EUFORES-European Forum for Renewable Energy Sources), το 2012 η χώρα μας βρισκόταν κοντά στο 14% συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μέχρι το 2020, το βασικό σενάριο για την Ελλάδα προβλέπει διείσδυση σε ποσοστό 15,4% έναντι του 20% που είναι ο εθνικός στόχος.
Η κρίση στη χώρα μας έφερε σε δεύτερη μοίρα την πράσινη ανάπτυξη, ενώ η τελευταία θα μπορούσε να αποτελέσει βασικό μοχλό για την τόνωση της οικονομίας και να γίνει θεμέλιο της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης, προσελκύοντας επενδύσεις. Μια χώρα όπως η Ελλάδα, με αξιοζήλευτη φυσική κληρονομιά, ήλιο, γη και θάλασσα, δεν νοείται να μην εκμεταλλεύεται τις ιδιαιτερότητές της και να αφήνει αναξιοποίητες τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί θα συνεισφέρει στη βέλτιστη αξιοποίηση των φυσικών πόρων και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας βασικών κλάδων της οικονομίας.
Εκτός των δεδομένων δυσκολιών που έφερε η κρίση, υπάρχουν κι άλλα εμπόδια στο δρόμο της περαιτέρω διείσδυσης των ΑΠΕ: Οι διοικητικοί φραγμοί που γεννούν αβεβαιότητα, αυξάνουν τα κόστη και καθυστερούν την ανάπτυξη και υλοποίηση των έργων, η αστάθεια του ρυθμιστικού πλαισίου, η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση, οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση έργων ΑΠΕ, οι ασάφειες θεμάτων χωροταξικού σχεδιασμού, καθώς και η ελλιπής ενημέρωσης των πολιτών αναφορικά με τις εφαρμογές τέτοιων έργων. Επίσης, η Ελλάδα παρουσιάζει την ιδιομορφία ύπαρξης ενός μη πλήρους διασυνδεδεμένου ηλεκτρικού συστήματος, καθώς πολλά νησιά αποτελούν αυτόνομα δίκτυα.
Παρατηρείται ακόμα μια αξιοπερίεργη δαιμονοποίηση των ΑΠΕ από πολλές ελληνικές οικολογικές οργανώσεις, που είναι αρνητικές στην «ανεξέλεγκτη» εγκατάσταση αιολικών πάρκων στα βουνά και τα νησιά. Μιλούν για υποβάθμιση των περιοχών, αφού -καθώς λένε- οι ανεμογεννήτριες βρίσκονται εκτός κλίμακας τοπίου(!) και είναι θορυβώδεις, αμφισβητούν την τεχνολογία των αιολικών και τον αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, στις τοπικές οικονομίες και τον τουρισμό, αναφέροντας πως δεν δύνανται να συμβάλλουν αποτελεσματικά στη μείωση των εκπομπών CO2!
Ισχυρίζονται επίσης πως, παρά την περί του αντιθέτου διεθνώς αποδεδειγμένη εμπειρία, η παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο είναι ακριβή. Αναφέρουν ότι το «βιομηχανικό τοπίο» αποτρέπει την αγορά ακινήτων γύρω από περιοχές αιολικών πάρκων και θεωρούν πως τα έργα ΑΠΕ όχι μόνο προσφέρουν ελάχιστη απασχόληση αλλά απειλούν θέσεις εργασίας εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης που έχουν στο φυσικό και πολιτισμικό τοπίο!
Είναι προφανές ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι σαθρά, χωρίς λογική βάση και κρύβουν άλλες επιδιώξεις και συμφέροντα, που μόνο το κοινό καλό δεν προτάσσουν.
Στον τομέα των ΑΠΕ και τη γενικότερη νοοτροπία γύρω από τις πράσινες πολιτικές, το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Σουηδία (διείσδυση 46,8%), η Λετονία (33,1%), η Φινλανδία (31,8%) και η Αυστρία (30,9%) είναι φωτεινό και αν το ακολουθήσουμε μόνο κερδισμένοι θα βγούμε.
Οι δυνατότητες εξέλιξης του ενεργειακού τομέα της Ελλάδας έχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Αν ξεπεραστούν οι προαναφερθείσες δυσκολίες, οι ΑΠΕ μπορούν να αποτελέσουν σημείο-κλειδί για την δεινοπαθούσα ελληνική οικονομία.
Κωνσταντίνος Γ. Νούσιος
Δικηγόρος
Θεματικός Αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλίας