Τ. Τσιαπλές: "Η «απελευθέρωση» της αγοράς ενέργειας και η δήθεν πράσινη ενέργεια σημαίνει ακριβότερο ρεύμα για το λαό"
- μέγεθος γραμματοσειράς μείωση του μεγέθους γραμματοσειράς αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
- Κατηγορία Θεσσαλία
- Εκτύπωση
Δήλωση του Τάσου Τσιαπλέ, επικεφαλής της Λαϊκής Συσπείρωσης στο Περιφερειακό Συμβούλιο Θεσσαλίας.
Την ώρα που η εγκληματική ανυπαρξία αντιπυρικής προστασίας κατακαίει πολλές περιοχές της χώρας και επανειλημμένων διακοπών ρεύματος σε συνθήκες παρατεταμένου καύσωνα, η κυβέρνηση μέσω του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μας ξεκαθάρισε ότι επίκεινται αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος.
Αυτό αποτελεί μια ηχηρή διάψευση των κάλπικων υποσχέσεων της κυβέρνησης της Ν.Δ, της προηγούμενης του ΣΥΡΙΖΑ, των άλλων αστικών κομμάτων και των στελεχών τους στις Περιφέρειες και στους Δήμους, που στηρίζουν την λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», ότι το «πρασίνισμα» της Ενέργειας και συνολικά της οικονομίας, σε συνδυασμό με την παραπέρα «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας και τη διασυνδεσιμότητα των δικτύων, θα έφερναν φθηνότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος για τη λαϊκή οικογένεια.
Στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η «απελευθέρωση» της αγοράς Ενέργειας, που θα αύξανε τάχα τον ανταγωνισμό προς όφελος των λαϊκών νοικοκυριών, έχει ήδη οδηγήσει σε αυξήσεις του ρεύματος κατά 150% την περίοδο 2005 - 2016, σύμφωνα με έρευνα της ΤτΕ, ενώ αυξήθηκε και η ενεργειακή φτώχεια.
Η απολιγνιτοποίηση στην παραγωγή Ενέργειας και η αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, με στόχο από το 2023 να μην παράγεται ούτε μία κιλοβατώρα ρεύματος με καύσιμο τον λιγνίτη, έχει επίσης σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην τιμή του ρεύματος.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής γίνεται πλέον με το εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο, αφού οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξασφαλίσουν ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια, καθώς η παραγωγή ρεύματος εξαρτάται άμεσα από τις καιρικές συνθήκες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο καύσωνας των τελευταίων ημερών. Η άπνοια έχει καθηλώσει τις ανεμογεννήτριες και η συμμετοχή των ΑΠΕ στην κάλυψη της αυξημένης ζήτησης για Ενέργεια είναι μόλις 5%. Ως αποτέλεσμα, οι ανάγκες καλύπτονται κατά κύριο λόγο από την ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο, τις εισαγωγές ρεύματος από το εξωτερικό και την αύξηση της παραγωγής από τους λιγνιτικούς σταθμούς που συνεχίζουν να δουλεύουν.
Ολα αυτά όμως, στο πλαίσιο των ρητρών και των «κινήτρων» για «πρασίνισμα» της Ενέργειας, επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής και οι αυξήσεις μετακυλίονται στα τιμολόγια της λαϊκής κατανάλωσης. Για παράδειγμα, η αυξημένη τιμή χονδρικής στο χρηματιστήριο της «απελευθερωμένης» Ενέργειας έχει απογειωθεί μέχρι και πάνω από 200 ευρώ τη μεγαβατώρα, με αλλεπάλληλες αυξήσεις από τον Νοέμβρη του 2020.
Η αύξηση αυτή, που περιορίζει το περιθώριο κέρδους για τις εταιρείες - παρόχους με τις ισχύουσες τιμές λιανικής, θα μεταφραστεί αργά ή γρήγορα σε ανατίμηση των τιμολογίων, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Άλλωστε, η ισχύουσα νομοθεσία για τη λειτουργία της αγοράς αποτελεί θεματοφύλακα για την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους από τις εταιρείες - παρόχους, σε κάθε συγκυρία και ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της τιμής χονδρικής ή των τιμών των καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο τον λιγνίτη αυξάνει και το κόστος του ρεύματος, εξαιτίας των «καπέλων» από τις ρήτρες για τους ρύπους, που διαμορφώνονται με όρους χρηματιστηρίου και επιβαρύνουν τελικά τα λαϊκά νοικοκυριά.
Πρόκειται για ρήτρες που θέσπισε η Ε.Ε και εφαρμόζουν όλες διαχρονικά οι κυβερνήσεις, για την «ενθάρρυνση» των «πράσινων» επενδύσεων στην Ενέργεια και την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, που πληρώνουν ήδη ακριβά και με πολλούς τρόπους οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα.
Απ' όπου κι αν το πιάσει κανείς, το ηλεκτροσόκ για τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά από την πολιτική της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων στην Ενέργεια είναι μεγάλο. Η Ενέργεια γίνεται ακριβότερη για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, την ώρα που μια χούφτα μονοπωλιακοί όμιλοι απολαμβάνουν τρελά κέρδη και νέα προνόμια για να κάνουν «πράσινες» επενδύσεις στην Ενέργεια, σε βάρος του περιβάλλοντος και των λαϊκών αναγκών.
Για παράδειγμα, πέντε τέτοιοι όμιλοι ελέγχουν σήμερα το 50% της συνολικής ισχύος που παράγεται από ανεμογεννήτριες στη χώρα μας, η προμήθεια των οποίων γίνεται αποκλειστικά από μονοπώλια του εξωτερικού, που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα μας για να καλύψει τις ανάγκες εισάγει φυσικό αέριο για την ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και ρεύμα που παράγεται σε άλλες χώρες, δείχνει και τον βαθμό της ενεργειακής εξάρτησης και ανασφάλειας που μεγαλώνει.
Οι εξελίξεις στην Ενέργεια αποκαλύπτουν τα αδιέξοδα που συνεπάγεται για τον λαό ο ενεργειακός σχεδιασμός με κριτήριο τα κέρδη του κεφαλαίου. Για να υπηρετήσει την ευημερία της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, ο ενεργειακός σχεδιασμός θα πρέπει να απαλλαγεί από τους νόμους της αγοράς, τους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους, να γίνουν τα μέσα παραγωγής, οι εγχώριες ενεργειακές πηγές, οι πρώτες ύλες, τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής της Ενέργειας κοινωνική ιδιοκτησία.
Τάσος Τσιαπλές
Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλίας